ὁδοποιός: Difference between revisions
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὁδοποιός:''' ὁ<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ὁδοποιός:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> [[дорожный строитель]], [[путеец]], [[сапер]] Xen.;<br /><b class="num">2</b> [[дорожный смотритель]] (должность в Афинах по организации строительства дорог и поддержанию их в порядке) Aeschin. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:43, 25 November 2022
English (LSJ)
ὁ, one who opens the way, road-maker, pioneer, X.Cyr.6.2.36,J.BJ3.6.2; road-surveyor, Aeschin.3.25,Arist. Ath.54.1 (pl.); courier, POxy.1656.1 (iv/v A. D.).
German (Pape)
[Seite 294] den Weg machend, bahnend, Xen. Cyr. 6, 2, 36; Aeschin. 3, 25 eine Behörde in Athen.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 qui fraye le chemin, pionnier;
2 agent préposé à la confection ou à l'entretien des routes.
Étymologie: ὁδός, ποιέω.
Russian (Dvoretsky)
ὁδοποιός: ὁ
1 дорожный строитель, путеец, сапер Xen.;
2 дорожный смотритель (должность в Афинах по организации строительства дорог и поддержанию их в порядке) Aeschin.
Greek (Liddell-Scott)
ὁδοποιός: ὁ, ὁ ἀνοίγων ὁδόν, ὁ ὁδοποιῶν, Ξέν. Κύρ. 6. 2, 36˙ - ἐπόπτης τῶν ὁδῶν, Αἰσχίν. 57. 27.
Greek Monolingual
ο (Α ὁδοποιός)
αυτός που είναι ειδικός στη χάραξη και στην κατασκευή δρόμων
νεοελλ.
μτφ. αυτός που εγκαινιάζει κάτι καινούργιο, πρωτοπόρος
αρχ.
1. ο επόπτης τών οδών
2. ταχυδρόμος, αγγελιαφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + -ποιός].
Greek Monotonic
ὁδοποιός: ὁ (ποιέω),·
1. αυτός που ανοίγει δρόμο, μηχανικός, σε Ξεν.
2. επόπτης κατασκευής δημοσίων δρόμων, σε Αισχίν.
Middle Liddell
ὁδο-ποιός, οῦ, ὁ, ποιέω
1. one who opens the way, a pioneer, Xen.
2. a road-surveyor, Aeschin.