ὁμόστοιχος: Difference between revisions
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὁμόστοιχος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[ίδια]] [[γραμμή]] ή στην [[ίδια]] [[τάξη]] με άλλον<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[ίδια]] [[κατάσταση]], στην [[ίδια]] [[κατηγορία]] με άλλον, [[ισότιμος]], [[ισόβαθμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὁμοστοίχως</i> (ΑΜ)<br /><b>1.</b> [[κατά]] την [[ίδια]] [[σειρά]], [[κατά]] την [[ίδια]] [[τάξη]]<br /><b>2.</b> σύμφωνα με..., σε [[συμφωνία]] με...<br /><b>3.</b> του ίδιου είδους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στοῖχος]] «[[γραμμή]], [[σειρά]]» ( | |mltxt=[[ὁμόστοιχος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[ίδια]] [[γραμμή]] ή στην [[ίδια]] [[τάξη]] με άλλον<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[ίδια]] [[κατάσταση]], στην [[ίδια]] [[κατηγορία]] με άλλον, [[ισότιμος]], [[ισόβαθμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὁμοστοίχως</i> (ΑΜ)<br /><b>1.</b> [[κατά]] την [[ίδια]] [[σειρά]], [[κατά]] την [[ίδια]] [[τάξη]]<br /><b>2.</b> σύμφωνα με..., σε [[συμφωνία]] με...<br /><b>3.</b> του ίδιου είδους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στοῖχος]] «[[γραμμή]], [[σειρά]]» ([[πρβλ]]. [[πολύστοιχος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:57, 11 May 2023
English (LSJ)
ον, in the same line or rank with, τινι Thphr.CP6.6.3, Jul. Or.5.163c, Dam.Pr.312; v.l. for ὁμότοιχος (q.v.) in Plu.2.503d.
German (Pape)
[Seite 340] = Vorigem, Sp., μανίᾳ γὰρ ὁμόστοιχος ἡ ὀργή, Plut. de garrul. 4. Vgl. aber ὁμότοιχος.
Russian (Dvoretsky)
ὁμόστοιχος: совместно идущий, т. е. сходный (μανίᾳ ὁ. ἡ ὀργή Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόστοιχος: -ον, ὁ ἐν τῇ αὐτῇ γραμμῇ ἢ τάξει μετά τινος ὤν, τινι Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 6, 3, Ἐκκλ.· - ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. ἐνίοτε -στιχος. -Ἐπίρρ. ὁμοστίχως, Λεόντ. Μον. 641Α,
Greek Monolingual
ὁμόστοιχος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται στην ίδια γραμμή ή στην ίδια τάξη με άλλον
2. αυτός που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση, στην ίδια κατηγορία με άλλον, ισότιμος, ισόβαθμος.
επίρρ...
ὁμοστοίχως (ΑΜ)
1. κατά την ίδια σειρά, κατά την ίδια τάξη
2. σύμφωνα με..., σε συμφωνία με...
3. του ίδιου είδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + στοῖχος «γραμμή, σειρά» (πρβλ. πολύστοιχος)].