ἁλίπεδον: Difference between revisions
ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2") |
(CSV import) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />a [[plain]] by the sea:— as the [[plain]] near [[Piraeeus]] was called, Xen. | |mdlsjtxt=<br />a [[plain]] by the sea:— as the [[plain]] near [[Piraeeus]] was called, Xen. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=τό πεδίο κοντά στή [[θάλασσα]], παραθαλάσσιο). Σύνθετη λέξη ἀπό τίς [[ἅλς]] + [[πεδίον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 14 October 2022
English (LSJ)
τό, plain by the sea, sandy plain, Thphr.HP7.15.2, Aristid.Or.17(15).16; of a plain in Attica near Piraeus, X.HG2.4.30. (ἀλ- Ar.Fr.233, acc. to Harp.)
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): ἀλίπεδον Ar.Fr.243
• Prosodia: [ᾰλῐ-]
terreno liso y allanado Ar.l.c.
• llanura costera o llanura próxima al mar Thphr.HP 7.15.2, Aristid.Or.17.17
• interpr. tb. como llano ganado al mar Harp., Sud., cf. ἀλήπεδον.
German (Pape)
[Seite 97] τό, Meerebene, Ebene am Meer, Theophr.; eine Ebeue am Piräeus, Xen. Hell. 2, 4, 30; übh. sandige Ebene, Lycophr. 681. In VLL. findet sich auch ἁλήπεδον u. ἁλίσπεδον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
sol voisin de la mer, plaine de sable.
Étymologie: ἅλς¹, πέδον.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλίπεδον: τὸ πεδίον παρὰ τὴν θάλασσαν, ἀμμῶδες πεδίον, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 7. 15, 2, Λυκόφρ. 681· οὕτως ἐκαλεῖτο τὸ ἐν τῇ Ἀττικῇ παρὰ τὸν Πειραιᾶ λεῖον καὶ ὁμαλὸν καὶ παραθαλάσσιον πεδίον, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 30, ἀλλ’ ὁ Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 30) ἔγραψεν ἐν ἀλιπέδῳ μ. ψιλῆς, ὡς λέγει ὁ Ἁρπ. [ᾰλῑ- ἐν ἄρσει, Λυκόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ., ὅπερ πιθανῶς ἐξηγεῖ τὸν τύπον ἁλίσπεδον ἐν Πολυδ. 1.186].
Greek Monolingual
ἁλίπεδον, το (Α)
1. αμμώδης πεδιάδα κοντά στη θάλασσα
2. (γενικά) πεδιάδα, κάμπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἃλς) + πέδον «έδαφος, γη, τόπος»].
Greek Monotonic
ἁλίπεδον: τό, το πεδίο κοντά στη θάλασσα, όπως αποκαλούνταν η πεδιάδα κοντά στον Πειραιά, σε Ξεν.
Middle Liddell
a plain by the sea:— as the plain near Piraeeus was called, Xen.
Mantoulidis Etymological
(=τό πεδίο κοντά στή θάλασσα, παραθαλάσσιο). Σύνθετη λέξη ἀπό τίς ἅλς + πεδίον.