φάσκωλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+)(\))" to "$1$2, $3$4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=σακίδιο, σακούλα). Ἴσως συγγενικό μέ τό φάσκος (=[[πλόκαμος]] ἀπό [[βρύα]] βελανιδιᾶς).
|mantxt=(=[[σακίδιο]], [[σακούλα]]). Ἴσως συγγενικό μέ τό φάσκος (=[[πλόκαμος]] ἀπό [[βρύα]] βελανιδιᾶς).
}}
}}

Revision as of 12:42, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φάσκωλος Medium diacritics: φάσκωλος Low diacritics: φάσκωλος Capitals: ΦΑΣΚΩΛΟΣ
Transliteration A: pháskōlos Transliteration B: phaskōlos Transliteration C: faskolos Beta Code: fa/skwlos

English (LSJ)

ὁ, leather bag, wallet, scrip, Ar.Fr.319:—also φάσκωλον, τό, Lys.Fr.90 S., Is.Fr.171S.: a Dim. φασκώλιον, τό, Teles p.38 H., D.Chr.7.55, Ael.NA7.29, Gal.2.559, Agath.4.22 (Phot. and EM789.5 distinguish φασκώλιον bag from φάσκωλον purse).

German (Pape)

[Seite 1258] ὁ, ein lederner Beutel, Ränzel, Mantelsack, Ar. frg. 303 bei Ath. 6904; auch φάσκαλος geschrieben, Sp. S. das Vorige.

Russian (Dvoretsky)

φάσκωλος:кожаный мешок, сумка Arph.

Greek (Liddell-Scott)

φάσκωλος: ὁ, σάκκος βύρσινος, μικρὰ πήρα, σακκίδιον, σακκοῦλα, βαλλάντιον, Λατ. pasceolus, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 303· ― τὸ οὐδ. φάσκωλον, μνημονεύεται παρ’ Ἁρποκρ., Φωτ., Μεγ. Ἐτυμολ., ἴσως ἡμαρτημένως· ὑποκορ. φασκώλιον, τό, Λυσίας παρ’ Ἁρποκρ., Τέλης παρὰ Στοβ. 523. 19, Δίων Χρυσ. 1. 241. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φασκώλιον· βαλλάντιον δερμάτιον. φάσκωλος δὲ τὸ μέγα, εἰς ὃ τὰ ἱμάτια ἐμβάλλεται». ― Κατὰ Πολυδ. Ζ΄, 79 «φασκώλους δὲ ἔλεγον οἱ παλαιοὶ τὰ τῶν ἱματίων ἀγγεῖα καὶ θυλάκους», κατὰ δὲ Φώτιον: «φασκώλιον· ἱματιοφορεῖον· φάσκωλον δέ ἐστιν μαρσίπιον· φάσκωλον. πήρα τις οὕτως ἐκαλεῖτο, ὡς Ἰσαῖος καὶ Λυσίας».

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
μικρός δερμάτινος σάκος ή τσέπη ενδύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ. η οποία εμφανίζει επίθημα -ωλο- (πρβλ. εἴδ-ωλο-ν). Έχει γίνει προσπάθεια να ερμηνευθεί η λ. με την αναγωγή της σε κάποια ΙΕ ρίζα: κατά μία άποψη, σε ρίζα bhasko- «δεσμός, δέμα» στην οποία οδηγούν πιθ. και ο τ. της μακεδονικής διαλέκτου βάσκιοι
δεσμαὶ φρυγάνων, το λατ. fascis «δέσμη, δεσμίδα», το γαλατ. baich «φορτίο», καί, κατ' άλλη άποψη, σε ρίζα bhendh- «δένω» (πρβλ. πενθερός), μέσω ενός τ. bhņdhsko-. Τη λ. δανείστηκε και η Λατινική, πρβλ. λατ. phasceolus, phascolum].

Frisk Etymology German

φάσκωλος: {pháskōlos}
Forms: -ον n.
Grammar: m.,
Meaning: ‘lederner Beutel, Sack für Kleider, für metallene Gegenstände u.a.’ (Ar.Fr. 319, Lys. und Is. ap. Harp., att. Inschr.);
Derivative: Deminutivum -ώλιον n. (hell. u. sp.).
Etymology: Wenn zu φάσκος, was formal naheliegt (vgl. ἀσκώλια: ἀσκός; zur Bildung noch εἴδωλον, ἕδωλον, -ιον u.a.), nach der zottigen Haut, von der die Haare nicht entfernt sind (Solmsen Wortforsch. 7)? Eine andere Vermutung bei WP. 2, 135 und Pok. 111: zu βάσκιοι (maked. ?)· δεσμοὶ φρυγάνων H. "Fremd?" (Schwyzer 484). — Lat. LW pasceolus (seit Plaut.), phascolum (Paul. Fest.).
Page 2,996

Mantoulidis Etymological

(=σακίδιο, σακούλα). Ἴσως συγγενικό μέ τό φάσκος (=πλόκαμος ἀπό βρύα βελανιδιᾶς).