νέκυς: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
(CSV import)
(CSV import)
Line 48: Line 48:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=-υος (=νεκρό [[σῶμα]] ἀνθρώπου). Συνώνυμο με τό [[νεκρός]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[νέκυια]] (=μαγική [[τελετή]], ὅπου τά πνεύματα τῶν νεκρῶν ἀνεβαίνουν στή [[γῆ]] καί λένε τό μέλλον), [[νεκυομαντεῖον]], [[νεκύσια]] (=προσφορές στούς νεκρούς).
|mantxt=-υος (=νεκρό [[σῶμα]] ἀνθρώπου). Συνώνυμο με τό [[νεκρός]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[νέκυια]] (=μαγική [[τελετή]], ὅπου τά πνεύματα τῶν νεκρῶν ἀνεβαίνουν στή [[γῆ]] καί λένε τό μέλλον), [[νεκυομαντεῖον]], [[νεκύσια]] (=προσφορές στούς νεκρούς).
}}
{{elmes
|esmgtx=ὁ [[muerto]], [[difunto]] invocado en las prácticas βάλε ὕδωρ, ἐὰν μὲν τοὺς ἐπουρανίους θεοὺς κλῄζῃ, ζήνιον, ... ἐὰν δὲ νέκυας, πηγαῖον <b class="b3">si vas a invocar a los dioses del cielo, vierte agua de lluvia, si a los muertos, agua de una fuente</b> P IV 227 φανήσεται, ὃν φωνεῖς, θεὸς ἢ νέκυς <b class="b3">se te mostrará el dios o difunto que llames</b> P IV 249 ἀναπέμψατε μοι τῶν νεκύων τούτων εἴδωλα πρὸς ὑπηρεσίαν <b class="b3">enviadme fantasmas de estos muertos para mi servicio</b> P IV 1468 P IV 1481 P IV 1494 ἐξορκίζω ὑμᾶς, νεκυδαίμονας, <κατὰ> νεκύων <b class="b3">os conjuro, démones de muertos, por los muertos</b> P XII 491
}}
}}

Revision as of 14:53, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νέκυς Medium diacritics: νέκυς Low diacritics: νέκυς Capitals: ΝΕΚΥΣ
Transliteration A: nékys Transliteration B: nekys Transliteration C: nekys Beta Code: ne/kus

English (LSJ)

(Lacon. νέκυρ Hsch.), ῠος, ὁ, poet. dat.
A νέκυϊ Il.16.526, etc.; Ep. dat. pl. νεκύεσσι Od.11.491, νέκυσσι ib.569, 22.401, 23.45; acc. pl. νέκῡς Il.7.420, 18.180, Od.24.417, E.Fr.176.4; also νέκυας Il.7.418, al.:—corpse, freq. in Il., less freq. in Od.; in Il.4.492,493, νέκυς and νεκρός are used of the same dead person; ν. ἀνδρός Hdt.1.140, cf. 3.16, 24, S.Ant.26, E.Or.1585; ν. τεθνηώς, κατατεθνηώς, Il. 18.173, 16.526; νέκυες κατατεθνηῶτες, κτάμενοι, καταφθίμενοι, Od.10.530, 23.45, 11.491; ἀνδρὸς Πέρσεω ὁ ν. Hdt.1.140, cf.3.16; ὁ κατθανὼν ν. S.Ant.515; dead person, νεκύων σώματα E.Supp.62 (lyr.).
2 in plural, spirits of the dead, freq. in Od.11, less freq. in Il.; νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα Od.11.29, cf.Il.15.251; πεδ' ἀμαύρων ν. Sapph.68.
II as adjective dead, post-Hom., ἐχθρὸν ὧδ' αἰδῇ νέκυν; = why do you so respect an enemy's corpse S.Aj.1356; κίχλαι αἱ νέκυες AP11.96 (Nicarch.); cf. however Il.24.35,423.—Poet. word, used also by Hdt., in IG22.1672.119 (iv B.C.), in Cretan, Kohler-Ziebarth Stadtrecht von Gortyn p.35, and in late Prose, Plu.Crass.19, Hdn.4.8.5. [ῡ of nom. and acc. sg. in Hom., Il.4.492, 22.386, etc.; ῠ Simon.114.5, E.Supp.70 (lyr.), Or.1585, and in later Poets, A.R. 4.480, Bion 1.71, AP7.1 (Alc. Mess.).] (Cf. Avest. nasu- 'corpse', Skt. náśyati 'perish', 'disappear', Lat. necare.)

German (Pape)

[Seite 238] υος, ὁ, = νεκρός (vgl. neco), der Leichnam; von Menschen, oft bei Hom., νέκυν ἐρύοντο, Il. 17, 277, ἐκ νέκυος δολιχόσκιον ἔγχος ἐσπάσατο, 13, 509, u. sonst; auch ἀμυνόμενοι νέκυος πέρι τεθνηῶτος, 18, 173, wie ἀμφὶ νέκυι κατατεθνηῶτι μάχεσθαι, 16, 565. – Der Todtein der Unterwelt, νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα, Od. 11 oft, δύσομαι εἰς Ἀΐδαο καὶ ἐν νεκύεσσι φαείνω, 12, 383, sagt Helios; auch πᾶσιν νεκύεσσι καταφθιμένοισιν ἀνάσσειν, 11, 491; νέκυσσιν steht 11, 569. 22, 401. 23, 45, acc. plur. νέκυς 24, 417; Soph. Ai. 1356; Eur. u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 857; αἱ νέκυες, Nicarch. 36 (XI, 96). – Auch Her. 1, 140. 3, 16 u. in sp. Prosa, wie Hdn. 4, 8, 12. – [Υ ursprünglich im nom. u. acc. sing. lang, bei alexandrinischen Dichtern kurz.]

French (Bailly abrégé)

υος ; υι, υν ; υες, ύων, υσσι ou ύεσσι, υας (ὁ, ἡ)
1 mort, morte;
2 subst. corps mort, cadavre.
Étymologie: cf. νεκρός.

Russian (Dvoretsky)

νέκυς: υος adj. мертвый, умерший (ὁ ἀοιδός, κίχλαι Anth.).
υος ὁ (dat. тж. νέκυϊ; эп. dat. pl. νεκύεσσι и νέκυσσι; acc. pl. νέκυας, стяж. νέκῡς)
1) мертвое тело, труп (ἀνδρός Her.; δάμαρτος Eur.);
2) мертвец, покойник, павший, убитый: ν. τεθνηώς Hom. бездыханное тело, мертвец.

Greek (Liddell-Scott)

νέκυς: -υος, ὁ, ποιητ. δοτ. νέκυι Ἰλ. Π. 526, κτλ.· Ἐπικ. δοτ. πληθ. νεκύεσι Ὅμ., νέκυσσι ἐν Ὀδ. Λ. 569, Χ. 401, Ψ. 45· αἰτ. πληθ. νέκυας, συνῃρ. νέκῡς Ω. 417, Εὐρ. Ἀποσπ. 176· ― συνώνυμον τῷ κοινῷ τύπῳ νεκρός, σῶμα νεκρόν, κυρίως ἀνθρώπου, συχν. ἐν Ἰλ., σπανιώτερον δὲ ἐν Ὀδ.· ἐν Ἰλ. Δ. 492, 3, νέκυς καὶ νεκρὸς κεῖνται ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ νεκροῦ ἀνθρώπου· ν. ἀνδρὸς Ἡρόδ. 1. 140, πρβλ. 3. 16, 24, Σοφ. Ἀντ. 26, Εὐρ. Ὀρ. 1585· ὡσαύτως, ν. τεθνηὼς ἢ κατατεθνηώς, νέκυες κατατεθνηῶτες, κτάμενοι, καταφθίμενοι Ὅμ.· ἀνδρὸς Πέρσεω ὁ ν. Ἡρόδ. 1. 140, πρβλ. 3. 16· ὁ κατθανὼν ν. Σοφ. Ἀντ. 515. 2) ἐν τῷ πληθ., τὰ πνεύματα, Λατ. Manes, inferi, νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα, συχν. ἐν Ὀδ. Λ., σπανιώτερον ἐν τῇ Ἰλ. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., μεθ’ Ὅμηρ., ἐχθρὸν ὧδ’ αἰδεῖ νέκυν; Σοφ. Αἴ. 1356 κίχλαι αἱ νέκυες Ἀνθ. Π. 11. 96· ἀλλὰ πρβλ. Ἰλ. Ω. 35, 423. ― Ποιητ. λέξ. ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις. [ῡ ἐν τῇ ὀνομ. καὶ αἰτ. τοῦ ἑνικ. παρ’ Ὁμ. ἐν Ἰλ. Σ. 180, Δ. 492, κτλ.· ἀλλὰ ῠ παρ’ Εὐρ. ἐν Φοιν. 1745, Ἱκέτ. 70, Ὀρ. 1585, καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπικ.]. (Ἐκ τῆς √ ΝΕΚ παράγονται καὶ τὰ νέκυια, νεκρός· πρβλ. Σανσκρ. naś, naś-ami (intereo), naś-as (nex, mors)· Ζενδ. naç-u (cadaver)· Λατ. nec-are, nex, καὶ πιθαν. noc-ere, nox-a (πρβλ. naus, navis, Σλαυ. navi (νεκρός).)

English (Slater)

νέκυς corpse ἐπεὶ δ' ἄλκιμον νέκυν ἐν τάφῳ πολυστόνῳ θέντο Πηλείδαν (Pae. 6.99)

Spanish

muerto, difunto

Greek Monolingual

νέκυς, -υος, λακων. τ. νέκυρ (Α)
1. νεκρός, πτώμα, λείψανο («τὸν δ'ἀθλίως θανόντα Πολυνείκους νέκυν», Σοφ.)
2. στον πληθ. οἱ νέκυες
τα πνεύματα, οι ψυχές τών νεκρών, οι νεκροί που κατοικούν στον Άδη
3. ως επίθ. πεθαμένος, αυτός που στερήθηκε τη ζωή («κίχλαι αἱ νέκυες», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. νεκρός.

Greek Monotonic

νέκυς: [2ῡ], -υος, ὁ, Επικ. δοτ. ενικ. νέκυϊ, πληθ. νεκύεσσι, νέκυσσι· αιτ. πληθ. νέκυας, συνηρ. νέκῡς ·
I. όπως το νεκρός, νεκρό σώμα, σορός, πτώμα, σε Όμηρ., Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· στον πληθ., τα πνεύματα των νεκρών, Λατ. Manes, inferi, σε Ομήρ. Οδ., Ιλ.
II. ως επίθ., νεκρός, σε Σοφ., Ανθ.

Frisk Etymological English

See also: s. νεκρός.

Middle Liddell

νέκυς, υος, ὁ, like νεκρός
I. a dead body, a corpse, corse, Hom., Hdt., Soph., etc.:— in plural the spirits of the dead, Lat. Manes, inferi, in Od., Il.
II. as adj. dead, Soph., Anth.

Frisk Etymology German

νέκυς: {nékus}
See also: s. νεκρός.
Page 2,301

English (Woodhouse)

a dead body, dead body

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

-υος (=νεκρό σῶμα ἀνθρώπου). Συνώνυμο με τό νεκρός.
Παράγωγα: νέκυια (=μαγική τελετή, ὅπου τά πνεύματα τῶν νεκρῶν ἀνεβαίνουν στή γῆ καί λένε τό μέλλον), νεκυομαντεῖον, νεκύσια (=προσφορές στούς νεκρούς).

Léxico de magia

muerto, difunto invocado en las prácticas βάλε ὕδωρ, ἐὰν μὲν τοὺς ἐπουρανίους θεοὺς κλῄζῃ, ζήνιον, ... ἐὰν δὲ νέκυας, πηγαῖον si vas a invocar a los dioses del cielo, vierte agua de lluvia, si a los muertos, agua de una fuente P IV 227 φανήσεται, ὃν φωνεῖς, θεὸς ἢ νέκυς se te mostrará el dios o difunto que llames P IV 249 ἀναπέμψατε μοι τῶν νεκύων τούτων εἴδωλα πρὸς ὑπηρεσίαν enviadme fantasmas de estos muertos para mi servicio P IV 1468 P IV 1481 P IV 1494 ἐξορκίζω ὑμᾶς, νεκυδαίμονας, <κατὰ> νεκύων os conjuro, démones de muertos, por los muertos P XII 491