καταλαλιά: Difference between revisions
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
(CSV import) |
|||
Line 39: | Line 39: | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':katalal⋯a 卡他-拉利阿<br />'''詞類次數''':名詞(2)<br />'''原文字根''':向下-說<br />'''字義溯源''':中傷,誹謗,讒言,毀謗,毀謗話;源自([[κατάλαλος]])=好說讒言的),由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,抵擋)與([[ἀπολαλέω]] / [[λαλέω]])*=說)組成<br />'''出現次數''':總共(2);林後(1);彼前(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 毀謗話(1) 彼前2:1;<br />2) 毀謗(1) 林後12:20 | |sngr='''原文音譯''':katalal⋯a 卡他-拉利阿<br />'''詞類次數''':名詞(2)<br />'''原文字根''':向下-說<br />'''字義溯源''':中傷,誹謗,讒言,毀謗,毀謗話;源自([[κατάλαλος]])=好說讒言的),由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,抵擋)與([[ἀπολαλέω]] / [[λαλέω]])*=說)組成<br />'''出現次數''':總共(2);林後(1);彼前(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 毀謗話(1) 彼前2:1;<br />2) 毀謗(1) 林後12:20 | ||
}} | |||
{{ntsuppl | |||
|ntstxt=médisance ; calomnie | |||
}} | }} |
Revision as of 18:40, 17 October 2022
English (LSJ)
ἡ, evil report, slander, LXX Wi.1.11, 1 Ep.Pet.2.1 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1358] ἡ, üble Nachrede, Beschuldigung, N. T., von Thom. Mag. verworfen.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
mauvais propos, parole méchante ou injurieuse.
Étymologie: κατάλαλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταλαλιά -ᾶς, ἡ [κατάλαλος] laster, kwaadsprekerij.
Russian (Dvoretsky)
καταλᾰλιά: ἡ злословие, клевета NT.
English (Thayer)
καταλαλιάς, ἡ (κατάλαλος, which see), defamation, evil-speaking: Winer's Grammar, 176 (166); Buttmann, 77 (67)). (Clement of Rome, 1 Corinthians 30,1 [ET]; 35,5 [ET], and ecclesiastical writings; not found in classical Greek.)
Greek Monolingual
η (AM καταλαλιά) καταλαλώ
συκοφαντία, κατηγορία, κακογλωσσιά («ἀποθέμενοι... φθόγγους καὶ πάσας καταλαλιάς», ΚΔ).
Greek Monotonic
καταλᾰλιά: ἡ, κακή φήμη, συκοφαντία, δυσφήμιση, κακογλωσσιά, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
καταλᾰλιά: ἡ, κακὴ φήμη, συκοφαντία, κατηγορία, κατάκρισις, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. Α΄, 11), Καιν. Διαθ., Ἐκκλ.
Middle Liddell
καταλᾰλιά, ἡ,
evil report, slander, NTest. [from κατάλᾰλος]
Chinese
原文音譯:katalal⋯a 卡他-拉利阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:向下-說
字義溯源:中傷,誹謗,讒言,毀謗,毀謗話;源自(κατάλαλος)=好說讒言的),由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,抵擋)與(ἀπολαλέω / λαλέω)*=說)組成
出現次數:總共(2);林後(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 毀謗話(1) 彼前2:1;
2) 毀謗(1) 林後12:20
French (New Testament)
médisance ; calomnie