ὡριμάζω: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=orimazo | |Transliteration C=orimazo | ||
|Beta Code=w(rima/zw | |Beta Code=w(rima/zw | ||
|Definition=([[ὥριμος]]) | |Definition=([[ὥριμος]]) ''Glossaria'' on [[ὑποπερκάζω]], Sch.Od.7.126. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:08, 25 August 2023
English (LSJ)
(ὥριμος) Glossaria on ὑποπερκάζω, Sch.Od.7.126.
German (Pape)
[Seite 1414] reisen, Schol. Od. 2, 126.
Greek Monolingual
ὡριμάζω, ΝΜΑ, και διαλ. τ. γουρμάζω Ν ὥριμος
(για καρπούς) γίνομαι ώριμος, μεστώνω
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) α) φτάνω στην ακμή της ηλικίας μου και, συνεκδ., ενηλικιώνομαι
β) αποκτώ την ικανότητα να κρίνω και να αποφασίζω με σοβαρότητα και υπευθυνότητα
γ) (για αποστήματα) φτάνω στο σημείο να διαρραγώ και να πυορρήσω.
Greek (Liddell-Scott)
ὡρῐμάζω: μέλλ. -άσω, (ὥριμος) γίνομαι ὥριμος, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Β. 126.