εὐπρόσεδρος: Difference between revisions
(CSV import) |
m (pape replacement) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{ntsuppl | {{ntsuppl | ||
|ntstxt=ος, ον<br>assidu, persévérant, [[ferme]]<br>[εὖ, [[πρόσεδρος]]] | |ntstxt=ος, ον<br>assidu, persévérant, [[ferme]]<br>[εὖ, [[πρόσεδρος]]] | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== [[εὐπάρεδρος]], [[varia lectio|v.l.]], [[NT]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:07, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, v.l. for εὐπάρεδρος (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐπρόσεδρος: -ον, διαφ. γραφ. ἀντὶ εὐπάρεδρος ἐν τῇ Καινῇ Διαθήκῃ.
English (Strong)
from εὖ and the same as προσεδρεύω; sitting well towards, i.e. (figuratively) assiduous (neuter, diligent service): X attend upon.
English (Thayer)
εὐπρόσεδρον (εὖ, and πρόσεδρος (sitting near)), see εὐπάρεδρος.
Greek Monolingual
εὐπρόσεδρος, -ον (Α)
1. ευπάρεδρος
2. (για παρθένους) ευσεβής, αφοσιωμένη στον θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. ευ + προσ-εδρος «ο πλησίον καθήμενος» (< προς + -εδρος < έδρα), πρβλ. πάρεδρος, πρόεδρος].
Greek Monotonic
εὐπρόσεδρος: -ον, = εὐπάρεδρος, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
εὐπρόσεδρος, ον = εὐπάρεδρος, NTest.]
Chinese
原文音譯:eÙprÒsedroj 由-普羅士-誒得羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:好-向-安頓妥
字義溯源:好好相對坐著,忠實的,專心的,忠誠的,侍候著,殷勤,服事,殷勤服事;由(εὖ / εὖγε)=好)與(παρεδρεύω / προσεδρεύω)=坐近)組成;其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=善,美),而 (παρεδρεύω / προσεδρεύω)又由(πρός)=向著)與(ἑδραῖος)=坐定的)組成,其中 (πρός)出自(πρό)*=前),而 (ἑδραῖος)出自(Ἑζεκίας)X*=坐)。註:和合本以編號 (εὐπάρεδρος)代替 (εὐπάρεδρος / εὐπρόσεδρος)
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 服事(1) 林前7:35
French (New Testament)
ος, ον
assidu, persévérant, ferme
[εὖ, πρόσεδρος]
German (Pape)
= εὐπάρεδρος, v.l., NT.