καταρτισμός: Difference between revisions
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
(CSV import) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katartismos | |Transliteration C=katartismos | ||
|Beta Code=katartismo/s | |Beta Code=katartismo/s | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[restoration]], [[reconciliation]], Sm.''Is.''38.12.<br><span class="bld">II</span> ''Settling'' of a limb, Heliod. ap. Orib.49.1.1 (pl.), Sor.1.73 (pl.).<br><span class="bld">III</span> [[furnishing]], [[preparation]], αὐλῆς ''PTeb.''33.12 (ii B.C.); ἱματίον ''PRyl.'' 127.28 (i A.D.).<br><span class="bld">IV</span> [[training]], [[discipline]], τῶν ἁγίων ''Ep.Eph.''4.12. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=καταρτισμός, ὁ [καταρτίζω] voorbereiding:. τῶν ἁγίων van de heiligen NT Eph. 4.12. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:30, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ,
A restoration, reconciliation, Sm.Is.38.12.
II Settling of a limb, Heliod. ap. Orib.49.1.1 (pl.), Sor.1.73 (pl.).
III furnishing, preparation, αὐλῆς PTeb.33.12 (ii B.C.); ἱματίον PRyl. 127.28 (i A.D.).
IV training, discipline, τῶν ἁγίων Ep.Eph.4.12.
German (Pape)
[Seite 1376] ὁ, = κατάρτισις, Einrenkung der Glieder, Medic. – Aussöhnung, Clem. Al.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταρτισμός, ὁ [καταρτίζω] voorbereiding:. τῶν ἁγίων van de heiligen NT Eph. 4.12.
Russian (Dvoretsky)
καταρτισμός: ὁ NT = κατάρτισις 1.
English (Strong)
from καταρτίζω; complete furnishing (objectively): perfecting.
English (Thayer)
καταρτισμου, ὁ, equivalent to κατάρτισις, which see: τίνος εἰς τί, Galen, others.))
Greek Monolingual
ο (AM καταρτισμός) καταρτίζω
1.η συγκρότηση ενός πράγματος η προπαρασκευή («καταρτισμός λόχου»)
2. η απόκτηση γνώσεων, η αγωγή, η μόρφωση («πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας», ΚΔ)
αρχ.
1. επανόρθωση
2. η επαναφορά εξαρθρωμένου μέλους
3. η εδραίωση, η στερέωση
4. η διευθέτηση, ο διακανονισμός.
Greek (Liddell-Scott)
καταρτισμός: ὁ, ἐπανόρθωσις σχέσεων, ἀποκατάστασις, διαλλαγή, Κλήμ. Ἀλ. 638. ΙΙ. ἡ τοποθέτησις μέλους ἐξαρθρωθέντος, ἀρθρεμβόλησις, ἡ μεταγωγὴ ὀστοῦ ἐκ τοῦ παρὰ φύσιν τόπου εἰς τὸν κατὰ φύσιν, διὰ τομῶν καὶ καταρτισμῶν, Γαλην., Ὀρειβάσ. 135 Mai.
Chinese
原文音譯:katartismÒj 卡特-阿而提士摩士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向下-裝備(著)
字義溯源:完全的供應,成全,裝備,設備;源自(καταρτίζω)=徹底完成);由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἄρτιος)=完備的)組成;其中 (ἄρτιος)出自(ἄρτι)=現在),而 (ἄρτι)出自(αἴρω)*=懸掛)
同源字:1) (ἄρτιος)新到的,完備的 2) (καταρτίζω)徹底完成 3) (καταρτισμός)完全的供應
出現次數:總共(1);弗(1)
譯字彙編:
1) 成全(1) 弗4:12