προεκκομίζω: Difference between revisions
καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proekkomizo | |Transliteration C=proekkomizo | ||
|Beta Code=proekkomi/zw | |Beta Code=proekkomi/zw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[carry out beforehand]], Hdt.2.63: metaph., ὑπὸ τῆς τύχης προκομισθεὶς ἀναίμακτος Plu.''Tim.'' 37.<br><span class="bld">2</span> Med., [[προεκκομίζομαι]] = [[remove first]], τῇ χειρί ''Hippiatr.''75. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:49, 25 August 2023
English (LSJ)
A carry out beforehand, Hdt.2.63: metaph., ὑπὸ τῆς τύχης προκομισθεὶς ἀναίμακτος Plu.Tim. 37.
2 Med., προεκκομίζομαι = remove first, τῇ χειρί Hippiatr.75.
German (Pape)
[Seite 718] vorher heraustragen, -schaffen; Her. 2, 63; Plut. Timol. 37.
French (Bailly abrégé)
emporter, particul. porter en terre auparavant.
Étymologie: πρό, ἐκκομίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-εκκομίζω vooraf wegbrengen.
Russian (Dvoretsky)
προεκκομίζω: раньше выносить, заблаговременно переносить (τὸ ἄγαλμα εἰς ἄλλο οἴκημα Her.): τῶν κακῶς προεκκομισθείς Plut. ускользнувший от несчастий.
Greek (Liddell-Scott)
προεκκομίζω: ἐκκομίζω, ἐκφέρω πρότερον, Ἡρόδ. 2. 63, Πλουτ. Τιμολ. 37.
Greek Monolingual
ΜΑ
μσν.
μέσ. προεκκομίζομαι
κινώ, μετακινώ κάτι αρχικά («προεκκομίσασθαι τῇ χειρί», Ιππιατρ.)
αρχ.
μεταφέρω κάτι προηγουμένως («τὸ δὲ ἄγαλμα... προεκκομίζουσι τῇ προτεραίῃ ἐς ἄλλο οἴκημα ἱρόν» Ηρόδ.)·
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκκομίζω «μεταφέρω, μετακινώ»].
Greek Monotonic
προεκκομίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, μεταφέρω, εκφέρω από πριν, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
fut. Attic ιῶ
to carry out beforehand, Hdt.