ἀγχοῦ: Difference between revisions
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
m (Text replacement - "οἱ" to "οἱ") |
m (pape replacement) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />= [[ἄγχι]], near, [[nigh]], [[ἀγχοῦ]] δ' ἱσταμένη Hom.;c. gen. Hom., Hdt. | |mdlsjtxt=<br />= [[ἄγχι]], near, [[nigh]], [[ἀγχοῦ]] δ' ἱσταμένη Hom.;c. gen. Hom., Hdt. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>nahe</i>, Hom. oft ohne cas. in der Verbdg ἀγχοῦ δ' ἱστάμενος (-μένη); <i>Od</i>. 17.526 στεῦται δ' Ὀδυσῆος ἀκοῦσαι ἀγχοῦ, Θεσπρωτῶν ἀνδρῶν ἐν πίονι δήμῳ, 19.271 [[ἤδη]] Ὀδυσῆος ἐγὼ περὶ νόστου [[ἄκουσα]] ἀγχοῦ, Θεσπρωτῶν ἀνδρῶν ἐν πίονι δήμῳ, ζωοῦ; 6.5 ἔναιον ἀγχοῦ Κυκλώπων, <i>Il</i>. 24.709 ἀγχοῦ δὲ [[ξύμβληντο]] πυλάων νεκρὸν ἄγοντι. Pind. mit dem dat., χεύμασιν ἀγχοῦ <i>N</i>. 9.40; Soph. <i>Tr</i>. 958 ohne cas.; Her. τίνος 1.9, 6.77, 3.111; τινί nur πολλὰ περιήγαγε ἀγχοῦ τῇ ἵππῳ 3.85. Sonst in [[Prosa]] nur Luc. und Sp. – Der Kompar. ἀγχοτέρη [[εἰσβολή]] Her. 7.175, und [[ἀγχοτάτω]], sehr nahe, Her. von [[Verwandtschaft]], προσήκοντες 4.23, τινός 2.169, 4.35, 7.176, von der [[Ähnlichkeit]] 7.73. Auch [[ἀγχότατα]] τῶν μηδικῶν ἔχοντες Her. 7.64. S. auch [[ἄγχιστος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:32, 24 November 2022
English (LSJ)
= ἄγχι, near, freq. in Hom., usually in phrase ἀγχοῦ δ' ἱσταμένη (or -ος) Il.2.172, al.; στεῦται δ' Ὀδυσῆος ἀκοῦσαι ἀ. Od.17.526, cf. 19.271; ἀ. καθῆσθαι Archil.Supp.3.3, cf. S.Tr.962: twice c. gen., Il.24.709, Od.6.5: c. dat., Pi.N.9.40, Hdt.3.85: in late Prose, λόγοι ἀ. τούτων Philostr.V A6.16.
Spanish (DGE)
adv.
1 cerca ἀ. δ' ἱσταμένη Il.2.172, στεῦται δ' Ὀδυσῆος ἀκοῦσαι ἀ. Od.17.526, καθῆσθαι ἀ. Hippon.196.4, cf. S.Tr.962, ἀ. δ' ἠγερέθοντο A.R.4.1344
•c. gen. πυλάων Il.24.709, Κυκλώπων Od.6.5
•c. dat. χεύμασιν ἀ. Pi.N.9.40, ἀ. τῇ ἵππῳ Hdt.3.85.
2 ref. a la semejanza parecido a λόγοι ἀ. τούτων Philostr.VA 6.16.
French (Bailly abrégé)
adv. et prép.
1 près, auprès, gén. ou dat. ; Sp. ἀγχοτάτω, très près, le plus près ; fig. οἱ ἀγχοῦ προσήκοντες HDT les plus proches parents;
2 très près par la ressemblance, semblablement ; Sp. neutre adv. • ἀγχότατα, m. sign.
Étymologie: ἄγχι.
Russian (Dvoretsky)
ἀγχοῦ:
I adv. близко, вплотную, рядом (ἱστάμενος Hom.): οἱ ἀγχοτάτω προσήκοντες Her. ближайшие родственники.
II в знач. praep. cum gen. et acc. близ, вплотную к … (τινος и τινι Hom., Pind., Her.): ἀγχοτάτω τινός Her. в непосредственной близости с чем-л.; ἀγχοτάτω и ἀγχότατά τινος и τινι Her. весьма похоже на что-л.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγχοῦ: ἄγχι, πλησίον, Λατ. prope, συχν. παρ’ Ὁμήρῳ· ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἀπόλ., καὶ ἐν ἀρχῇ στίχου, ἀγχοῦ δ’ ἱσταμένη, Ἰλ. Β. 172, πρβλ. Δ. 92, 303, καὶ ἀλλ.· ― ἀπολ., ὡσαύτ. παρὰ Σοφ. Τρ. 962, Ἀποσπ. 69, δὶς μ. γεν., Ἰλ. Ω. 789, Ὀδ. Ζ. 5, ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἀγχοῦ ἱστάμενος ἢ -μένη. πλὴν ἐν Ὀδ. Ρ. 526., Τ. 271, ὡσαύτως μ. δοτ., Πινδ. Ν. 9. 95, Ἡρόδ. 3. 85, ἀλλὰ πρβλ. ἄγχι· ― Οὐδαμοῦ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττικῶν, ἴδε Λουκ. Νέρ. 9. Μεταγενέστεροι τύποι εἰσὶν ἀγχότερος, ἀγχοτάτω, ἅπερ ἴδε. (Ὅρα ἐν λ. ἄγχω.)
English (Autenrieth)
ἄγχι.
English (Slater)
ἀγχοῡ prep. c. dat. near λέγεται μὰν Ἕκτορι μὲν κλέος ἀνθῆσαι Σκαμάνδρου χείμασιν ἀγχοῦ (N. 9.40)
Greek Monotonic
ἀγχοῦ: = ἄγχι, κοντά, πλησίον· ἀγχοῦ δ' ἱσταμένη, σε Όμηρ.· με γεν., στον ίδ., σε Ηρόδ.
Middle Liddell
= ἄγχι, near, nigh, ἀγχοῦ δ' ἱσταμένη Hom.;c. gen. Hom., Hdt.
German (Pape)
nahe, Hom. oft ohne cas. in der Verbdg ἀγχοῦ δ' ἱστάμενος (-μένη); Od. 17.526 στεῦται δ' Ὀδυσῆος ἀκοῦσαι ἀγχοῦ, Θεσπρωτῶν ἀνδρῶν ἐν πίονι δήμῳ, 19.271 ἤδη Ὀδυσῆος ἐγὼ περὶ νόστου ἄκουσα ἀγχοῦ, Θεσπρωτῶν ἀνδρῶν ἐν πίονι δήμῳ, ζωοῦ; 6.5 ἔναιον ἀγχοῦ Κυκλώπων, Il. 24.709 ἀγχοῦ δὲ ξύμβληντο πυλάων νεκρὸν ἄγοντι. Pind. mit dem dat., χεύμασιν ἀγχοῦ N. 9.40; Soph. Tr. 958 ohne cas.; Her. τίνος 1.9, 6.77, 3.111; τινί nur πολλὰ περιήγαγε ἀγχοῦ τῇ ἵππῳ 3.85. Sonst in Prosa nur Luc. und Sp. – Der Kompar. ἀγχοτέρη εἰσβολή Her. 7.175, und ἀγχοτάτω, sehr nahe, Her. von Verwandtschaft, προσήκοντες 4.23, τινός 2.169, 4.35, 7.176, von der Ähnlichkeit 7.73. Auch ἀγχότατα τῶν μηδικῶν ἔχοντες Her. 7.64. S. auch ἄγχιστος.