εὐήρης: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐήρης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> (για [[κουπιά]]) ο προσαρμοσμένος καλά, ο ευκολομεταχείριστος (α. «λαβὼν εὐῆρες [[ἐρετμόν]]», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «νεὼς [[εὐήρης]] [[πίτυλος]]» — ο [[πάταγος]] τών καλά προσαρμοσμένων κουπιών, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[κάτι]] («ὄργανα εὐήρη πρὸς τὴν χρείαν», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ηρης</i>, ομόρριζο του [[ερέτης]] «[[κωπηλάτης]]» ([[πρβλ]]. <i>τρι</i>-[[ήρης]])].
|mltxt=[[εὐήρης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> (για [[κουπιά]]) ο προσαρμοσμένος καλά, ο ευκολομεταχείριστος (α. «λαβὼν εὐῆρες [[ἐρετμόν]]», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «νεὼς [[εὐήρης]] [[πίτυλος]]» — ο [[πάταγος]] τών καλά προσαρμοσμένων κουπιών, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[κάτι]] («ὄργανα εὐήρη πρὸς τὴν χρείαν», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ηρης</i>, ομόρριζο του [[ερέτης]] «[[κωπηλάτης]]» ([[πρβλ]]. [[τριήρης]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:15, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐήρης Medium diacritics: εὐήρης Low diacritics: ευήρης Capitals: ΕΥΗΡΗΣ
Transliteration A: euḗrēs Transliteration B: euērēs Transliteration C: eviris Beta Code: eu)h/rhs

English (LSJ)

ες, (ἀραρίσκω) well-fitted, Hom. (only in Od.) always of the oar, well-poised, easy to handle, λαβὼν εὐ. ἐρετμόν 11.121; οὐδ' εὐήρε' ἐρετμά ib.125, al.; νεὼς εὐ. πίτυλος the plash of the well-poised oars, E.IT1050; σκάφη Plu. Ant.65; well-knit, γυῖα Nic.Th.81: generally, ὄργανα εὐ. πρὸς τὴν χρείαν well-fitted for... Hp.Medic.2; εὐ. τεύχη Orac. ap. Paus.4.12.4; εὐήρεας ἵππους, = εὐαγώγους, Hsch.: fem. εὐήρις, pr. n. in Paus.1.27.4 (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 1067] ες, wohl angefügt, u. dah. bequem zu gebrauchen, zu handhaben, in der Od. stets Beiwort des Ruders, u. so noch Sp., wie Luc. Catapl. 19. Auch νεὼς πίτυλος εὐήρης, des Schiffes leicht zu handhabende Ruder, d. i. das leichtberuderte Schiff, Eur. I. T. 1050; περιπλέων εὐήρεσι σκάφεσι Plut. Ant. 65; wobei man dann τριήρης u. Aehnliches verglich u. es von ἐρέσσω ableiten wollte; – εὐήρη πρός

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
bien ajusté ; souple, commode à manier ou à manœuvrer.
Étymologie: εὖ, *ἄρω.

Russian (Dvoretsky)

εὐήρης:
1 хорошо прилаженный, искусно сделанный, удобный (ἐρετμόν Hom.): νεὼς πίτυλος εὐ. Eur. искусная гребля корабля, т. е. корабль с хорошими гребцами;
2 хорошо оснащенный (σκάφη Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐήρης: -ες, καλῶς ἡρμοσμένος, Ὅμ. (μόνον ἐν Ὀδ.) ἀείποτε ἐπίθ. τῶν κωπῶν, εὐμεταχερίστος, εὔληπτος, λαβών εὐῆρες ἐρετμόν Λ. 120· οὐδ’ εὐήρε’ ἐρετμὰ αὐτόθι 124. κτλ.· νεὼς εὐήρ. πίτυλος, ὁ πάταγος τῶν καλῶς ἡρμοσμένων ἢ ἐρεσσομένων κωπῶν, Εὐρ. Ι. Τ. 1050· εὐήρ. σκάφη Πλουτ. Ἀντών. 65: - καθόλου, εὐήρ. πρὸς τὴν χρείαν, ἁρμόδιος, ἁρμόζων..., Ἱππ. 19. 52· εὐ. τεύχη Χρησμ. παρὰ Παυσ. 4. 12, 4· εὐ. ἵππος = εὐήνιος, «εὐάγωγος» Ἡσύχ. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε -ήρης, κατήρης, ποδήρης, τριήρης.)

English (Autenrieth)

ες (root ἀρ): well-fitted, handy, of oars, Od. 11.121. (Od.)

Greek Monolingual

εὐήρης, -ες (Α)
1. (για κουπιά) ο προσαρμοσμένος καλά, ο ευκολομεταχείριστος (α. «λαβὼν εὐῆρες ἐρετμόν», Ομ. Οδ.
β. «νεὼς εὐήρης πίτυλος» — ο πάταγος τών καλά προσαρμοσμένων κουπιών, Ευρ.)
2. ο κατάλληλος για κάτι («ὄργανα εὐήρη πρὸς τὴν χρείαν», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ηρης, ομόρριζο του ερέτης «κωπηλάτης» (πρβλ. τριήρης)].

Greek Monotonic

εὐήρης: -ες (*ἄρω), καλά στερεωμένος, στέρεα προσαρμοσμένος, λέγεται για κουπί, ισοζυγιασμένος, ευκολοχείριστος, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.

Middle Liddell

εὐ-ήρης, ες [*ἄρω]
well-fitted, of the oar, well-poised, easy to handle, Od., Eur.