ξενισμός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 414
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksenismos
|Transliteration C=ksenismos
|Beta Code=cenismo/s
|Beta Code=cenismo/s
|Definition=ὁ, = [[ξένισις]] ([[entertainment]] of [[guest]]s), <span class="bibl">Pl. <span class="title">Ly.</span>205c</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Salt.</span>45</span>, etc.; <span class="sense"><span class="bld">A</span> τὸν ξ. ποιεῖν τῷ Ἡρακλεῖ <span class="title">SIG</span>1106.61 (Cos, iv/iii B. C.); καλέσαι τινὰς ἐπὶ ξενισμόν <span class="title">BCH</span>49.306 (Teos): in plural, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Demetr.</span>12</span>, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[strangeness]], [[novelty]], <span class="bibl">Plb.15.17.1</span>, <span class="bibl">D.S.3.33</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[injurious effect of change]], ξενισμοὶ ὑδάτων Dsc.2.152: but, generally, [[change]], τῶν ξενισμοῦ καὶ μεταποιήσεως χρῃζόντων Antyll. ap. <span class="bibl">Orib.7.7.7</span>; μέγας ὁ ξ. τοῦ σώματος Gal.17(2).28; ξενισμὸν ἐμποιεῖν <span class="bibl">Sor.1.116</span>; ξ. στομάχου Ruf. ap. <span class="bibl">Orib.7.26.152</span>.</span>
|Definition=ὁ, = [[ξένισις]] ([[entertainment]] of [[guest]]s), Pl. ''Ly.''205c, Luc.''Salt.''45, etc.;<br><span class="bld">A</span> τὸν ξ. ποιεῖν τῷ Ἡρακλεῖ ''SIG''1106.61 (Cos, iv/iii B. C.); καλέσαι τινὰς ἐπὶ ξενισμόν ''BCH''49.306 (Teos): in plural, Plu.''Demetr.''12, etc.<br><span class="bld">II</span> [[strangeness]], [[novelty]], Plb.15.17.1, D.S.3.33.<br><span class="bld">2</span> [[injurious effect of change]], ξενισμοὶ ὑδάτων Dsc.2.152: but, generally, [[change]], τῶν ξενισμοῦ καὶ μεταποιήσεως χρῃζόντων Antyll. ap. Orib.7.7.7; μέγας ὁ ξ. τοῦ σώματος Gal.17(2).28; ξενισμὸν ἐμποιεῖν Sor.1.116; ξ. στομάχου Ruf. ap. Orib.7.26.152.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενισμός Medium diacritics: ξενισμός Low diacritics: ξενισμός Capitals: ΞΕΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: xenismós Transliteration B: xenismos Transliteration C: ksenismos Beta Code: cenismo/s

English (LSJ)

ὁ, = ξένισις (entertainment of guests), Pl. Ly.205c, Luc.Salt.45, etc.;
A τὸν ξ. ποιεῖν τῷ Ἡρακλεῖ SIG1106.61 (Cos, iv/iii B. C.); καλέσαι τινὰς ἐπὶ ξενισμόν BCH49.306 (Teos): in plural, Plu.Demetr.12, etc.
II strangeness, novelty, Plb.15.17.1, D.S.3.33.
2 injurious effect of change, ξενισμοὶ ὑδάτων Dsc.2.152: but, generally, change, τῶν ξενισμοῦ καὶ μεταποιήσεως χρῃζόντων Antyll. ap. Orib.7.7.7; μέγας ὁ ξ. τοῦ σώματος Gal.17(2).28; ξενισμὸν ἐμποιεῖν Sor.1.116; ξ. στομάχου Ruf. ap. Orib.7.26.152.

German (Pape)

[Seite 277] ὁ, 1) = ξένισις, Plat. Lys. 205 c; Plut. Thes. 14 u. a. Sp. – 2) Neuheit, Ungewohntheit, Fremdartigkeit einer Sache, Pol. 15, 17, 1 D. L. 2, 94 u. a. Sp. Auch eine durch Ungewohntes hervorgebrachte, nachtheilige Veränderung, Hippiatr.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. ξένισις.

Russian (Dvoretsky)

ξενισμός:
1 Plat., Plut. = ξένισις;
2 необычность, новизна Polyb., Diod.

Greek (Liddell-Scott)

ξενισμός: ὁ, = ξένισις, Πλάτ. Λῦσ. 205C, Λουκ. π. Ὀρχ. 45· κτλ· ἐν τῷ πληθ., Πλουτ. Δημήτρ. 12, κτλ ΙΙ. τὸ παράδοξον πράγματός τινος, Πολύβ. 15. 17, 1, Διόδ. 3. 33. 2) ἐπιβλαβὴς ἐνέργεια πράγματός τινος προερχομένη ἐκ χρήσεως μὴ συνήθους, «βιβρωσκόμενον δὲ (τὸ σκόροδον δηλ.) καὶ πρὸς τοὺς ξενισμοὺς τῶν ὑδάτων ἁρμόζει» Διοσκ. 2. 182· ἴδε ξενίζω ΙΙ.

Greek Monolingual

ο (Α ξενισμός) ξενίζω
νεοελλ.
1. η χρησιμοποίηση ξενικών λέξεων και τύπων σύνταξης, αντί της αναζήτησης αντίστοιχων λέξεων και τύπων της ντόπιας γλώσσας (α. «ήλθε η μαντάμ» — ήλθε η κυρία
β. «έλαβε χώραν» — έγινε, συντελέστηκε, πραγματοποιήθηκε)
2. η μίμηση τών ξένων
αρχ.
1. η φιλοξενία
2. το παράδοξο, το ασυνήθιστο
3. επιβλαβής κατάσταση που προέρχεται από αλλαγή της συνηθισμένης χρήσης ενός πράγματος
4. επιζήμιο γεγονός
5. έκπληξη, κατάπληξη
6. διαφοροποίηση, μεταβολή.

Greek Monotonic

ξενισμός: ὁ, = ξένισις, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ξενισμός, οῦ, ὁ, = ξένισις, Plat.]

English (Woodhouse)

entertaining

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)