πρόστριμμα: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πρόστριμμα -ατος, τό [προστρίβω] wat toegebracht wordt schade.
|elnltext=πρόστριμμα -ατος, τό [προστρίβω] [[wat toegebracht wordt schade]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:53, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόστριμμα Medium diacritics: πρόστριμμα Low diacritics: πρόστριμμα Capitals: ΠΡΟΣΤΡΙΜΜΑ
Transliteration A: próstrimma Transliteration B: prostrimma Transliteration C: prostrimma Beta Code: pro/strimma

English (LSJ)

ατος, τό, A that which is rubbed on: metaph., that which is inflicted upon one, esp. a brand, disgrace, πόλει π. ἄφερτον ἐνθείς A.Ag.395 (lyr.). II pl., tooth powders, Gal.12.875, Aët.5.25.

German (Pape)

[Seite 783] τό, was angerieben wird, das Angehängte, Zugefügte, bes. Schmach, Unglück, wie πόλει πρόστριμμ' ἄφερτον ἐνθείς, Aesch. Ag. 384; bei Plut. de fortuna p. 308 zw.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 disgrâce, infortune qui s'attache à qqn;
2 débris, fragment.
Étymologie: προστρίβω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόστριμμα -ατος, τό [προστρίβω] wat toegebracht wordt schade.

Russian (Dvoretsky)

πρόστριμμα: ατος τό
1 осколок, обломок Plut.;
2 перен. пятно, бесчестие, позор, беда Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

πρόστριμμα: τό, τὸ ἐπιτριβόμενον ἐπί τινος· μεταφ., τὸ προσαπτόμενον εἴς τινα, μάλιστα στίγμα, ὄνειδος κτλ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 395. ΙΙ. σύντριμμα, Πλούτ. 2. 99C (ἡ γραφὴ ὕποπτος).

Greek Monolingual

-ίμματος, τὸ, Α προστρίβω
1. αυτό που έχει τριφθεί πάνω σε ή με κάτι άλλο
2. (ιδίως για ντροπή, στίγμα) αυτό που έχει προσαφθεί σε κάποιον («πόλει πρόστριμμα ἄφερτον ἐνθείς», Αισχύλ.)
3. σύντριμμα, θραύσμα.

Greek Monotonic

πρόστριμμα: -ατος, τό, αυτό που τρίβεται πάνω, που προσάπτεται σε κάτι· μεταφ., στίγμα, όνειδος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

πρόστριμμα, ατος, τό, [from προστρῑ́βω]
that which is rubbed on: metaph. an affliction, Aesch.