ἀντεπιβουλεύω: Difference between revisions

From LSJ

Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑπερεχθαίρει → Zeus hates the boasts of an overweening tongue

Sophocles, Antigone, 127-128
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=tendre une embuscade à son tour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἐπιβουλεύω]].
|btext=[[tendre une embuscade à son tour]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἐπιβουλεύω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 12:02, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντεπιβουλεύω Medium diacritics: ἀντεπιβουλεύω Low diacritics: αντεπιβουλεύω Capitals: ΑΝΤΕΠΙΒΟΥΛΕΥΩ
Transliteration A: antepibouleúō Transliteration B: antepibouleuō Transliteration C: antepivouleyo Beta Code: a)ntepibouleu/w

English (LSJ)

form counter-designs, Th.1.33,3.12, etc.

Spanish (DGE)

maquinar a su vez contra αὐτοῖς Th.1.33, τῷ Φαβίῳ D.C.Epit.9.8.2, ἀλλήλοις Iambl.Protr.20 (p.103.12)
abs. Th.3.12.

German (Pape)

[Seite 247] dagegen nachstellen, Thuc. 3, 12.

French (Bailly abrégé)

tendre une embuscade à son tour.
Étymologie: ἀντί, ἐπιβουλεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντεπιβουλεύω:
1 со своей стороны прибегать к интригам (προεπιβουλεύειν τινὶ μᾶλλον ἢ ἀ. Thuc.);
2 устраивать засаду (ἀλλήλοις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεπιβουλεύω: σχεδιάζω ἐπιβουλὰς ἐναντίον τῶν ἐπιβουλῶν ἑτέρου, μετά δοτ., προεπιβουλεύειν αὐτοῖς μᾶλλον ἢ ἀντεπιβουλεύειν Θουκ. 1. 33., 3. 12, κτλ.

Greek Monolingual

ἀντεπιβουλεύω (Α)
κάνω σχέδια εναντίον κάποιου που κάνει το ίδιο εναντίον μου.

Greek Monotonic

ἀντεπιβουλεύω: μέλ. -σω, κάνω επίβουλα σχέδια ως ανταπόδοση, σε Θουκ.

Middle Liddell

to form counter-designs, Thuc.