ἐπίχριστος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> enduit ; <i>particul.</i> fardé;<br /><b>2</b> propre à enduire ; τὰ ἐπίχριστα (φάρμακα) PLUT fards <i>ou</i> onguents.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιχρίω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[enduit]] ; <i>particul.</i> fardé;<br /><b>2</b> [[propre à enduire]] ; τὰ ἐπίχριστα (φάρμακα) PLUT fards <i>ou</i> onguents.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιχρίω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 17:07, 7 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίχριστος Medium diacritics: ἐπίχριστος Low diacritics: επίχριστος Capitals: ΕΠΙΧΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: epíchristos Transliteration B: epichristos Transliteration C: epichristos Beta Code: e)pi/xristos

English (LSJ)

ον, A smeared on, φύκη Luc.Am.41; φάρμακα Str. 11.8.7, cf. Porph.Abst.1.27. 2 rouged, painted, ἑταίρας ἄνθος Max.Tyr.37.4: metaph., Id.31.6; εὐμορφία Luc.Tim.28.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 enduit ; particul. fardé;
2 propre à enduire ; τὰ ἐπίχριστα (φάρμακα) PLUT fards ou onguents.
Étymologie: ἐπιχρίω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίχριστος:
1 служащей для умащивания, употребляемый для притираний (τὰ φύκη Luc.);
2 подкрашенный, поддельный (εὐμορφία Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίχριστος: -ον, ἐπικεχρισμένος, ἐπαληλιμμένος, τὰς ἀναισχύντους παρειὰς ἐρυθραίνουσιν ἐπιχρίστοις φύκεσιν Λουκ. Ἔρωτ. 41· φάρμακα Στράβ. 513· τὰ ἐπ., ἀλοιφαί, Πλούτ. 2. 102 Α: - μεταφ., ψευδής, οὐχὶ γνήσιος καὶ πραγματικός, Λατ. fucatus, οὐ γὰρ δὴ καὶ τότε ἀγνοεῖν εἰκὸς αὐτούς, ὡς ἐπίχριστοςεὐμορφία ἐτὶν Λουκ. Τίμ. 28.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπίχριστος, -ον) επιχρίω
αυτός του οποίου η επιφάνεια έχει επιχρισθεί
αρχ.
1. κατάλληλος για επίχριση, αλοιφή («ἐπίχριστα φάρμακα»)
2. βαμμένος, σκεπασμένος με καλλυντικά (α. «ἐπίχριστον ἄνθος ἑταίρας» β. «ἐπίχριστος εὐμορφία»)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπίχριστα
οι αλοιφές.

Greek Monotonic

ἐπίχριστος: -ον, πασαλειμμένος· μεταφ., κίβδηλος, νόθος, πλαστός, Λατ. fucatus, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἐπί-χριστος, ον
smeared over:—metaph. spurious, Lat. fucatus, Luc.