ὑπερβόρεος: Difference between revisions
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2, $3 ;") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui est à l'extrême nord, | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui est à l'extrême nord]], [[hyperboréen]] ; οἱ Ὑπερβόρεοι les Hyperboréens, peuples du nord de la Scythie ; <i>fig.</i> [[ὑπερβόρεος]] [[τύχη]] ESCHL bonheur infini, <i>ou (plus vraisembl.)</i> bonheur comme celui des Hyperboréens, qui passaient pour vivre plus heureux et plus longtemps que les autres hommes;<br /><b>2</b> = [[ὑπερόριος]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], βορέας. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 17:00, 7 December 2022
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui est à l'extrême nord, hyperboréen ; οἱ Ὑπερβόρεοι les Hyperboréens, peuples du nord de la Scythie ; fig. ὑπερβόρεος τύχη ESCHL bonheur infini, ou (plus vraisembl.) bonheur comme celui des Hyperboréens, qui passaient pour vivre plus heureux et plus longtemps que les autres hommes;
2 = ὑπερόριος.
Étymologie: ὑπέρ, βορέας.
German (Pape)
[Seite 1193] über den Boreas hinaus, jenseit des Boreas, d. i. im äußersten Norden; bes. οἱ Ὑπερβόρεοι, s. nom. pr. – Bei Aesch. Ch. 367, μεγάλης δὲ τύχης καὶ ὑπερβορέου μείζονα φωνεῖς, erkl. der Schol. τύχη ὑπερβόρεος durch ὑπερόριος, unbegränztes Glück; man muß an die als die glücklichsten der Menschen betrachteten Hyperboreer denken.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερβόρεος:
1 гиперборейский, находящийся или живущий на крайнем севере (ἄνθρωποι Her.; ἀνήρ Luc.);
2 перен. безмятежный, блаженный (τύχη Aesch.).
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑπερβόρειος, -ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπερβόρεος, -έη, -ον, Α
νεοελλ.
αυτός που βρίσκεται στα βορειότερα μέρη της Ευρώπης ή κατάγεται από τα μέρη αυτά («ξανθή υπερβόρεια καλλονή»)
αρχ.
1. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Ὑπερβόρειος·προσωνυμία του Απόλλωνος
2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) oἱ Ὑπερβόρε(ι)οι
μυθ. οι κάτοικοι μιας χώρας παραδείσιας, πέρα από τον Βορρά, όπου είχε την κατοικία του και ο Βορέας, οι οποίοι συνδέθηκαν με τη λατρεία του Απόλλωνος στους Δελφούς και στη Δήλο
3. φρ. «υπερβόρειος ωκεανός» — οι θάλασσες στα βόρεια της Ευρώπης, πέρα από την Γερμανία και την Σουηδία, στις ακτές τών οποίων κατοικούσαν οι Υπερβόρειοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι περισσότεροι μελετητές θεωρούν το όν. του μυθικού αυτού λαού ως σύνθ. από την πρόθεση ὑπέρ και τη λ. Βορέας και του αποδίδουν τη σημ. «αυτοί που κατοικούν πέρα από τον βόρειο άνεμο», ενώ άλλοι ερμηνεύουν τη λ. «αυτοί που κατοικούν πέρα από τα βουνά» (για την πιθανή αναγωγή της λ. Βορέας σε μια λ. με σημ. «βουνό» βλ. λ. βορράς). Έχει διατυπωθεί, τέλος, και η άποψη ότι ο τ. Ὑπερβόρεοι είναι τ. της μακεδονικής διαλέκτου, ο οποίος συνδέεται (με τροπή του -φ- σε -β-) με την ονομ. Περφερέες αυτών που συνόδευαν τις παρθένες τών Υπερβορείων, οι οποίες στέλνονταν στη Δήλο].