ῥοώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=roodis
|Transliteration C=roodis
|Beta Code=r(ow/dhs
|Beta Code=r(ow/dhs
|Definition=(A), ες, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with a strong stream]], [[running violently]], of a sea in which there are [[strong]] [[current]]s, <span class="bibl">Th.4.24</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span>366a25</span>; τὸ μάλιστα ῥοώδες τοῦ πελάγους <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>7.24</span>: hence, of rocks, promontories, etc., [[expose]]d to such [[sea]]s, [[κρημνός]] <span class="bibl">Str.8.5.1</span>; ἄκραι <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>14.24</span>; <b class="b3">τόποι ῥ</b>. [[region]]s [[of rapid currents]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>621a16</span>, cf. <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>3.3.4</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Medic., [[running]], ὀφθαλμίαι <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>1.5</span>: of persons, [[affected with diarrhoea]] or other [[flux]]es, Id.Aër.<span class="bibl">3</span>; αἱ ὑπέρλευκοι ῥοωδέστεραι <span class="bibl">Id.<span class="title">Mul.</span>2.111</span>; <b class="b3">ῥ. νόσος</b> ibid. (but metaph. in <span class="bibl">Ph.1.698</span>, cf. <span class="bibl">2.428</span>); <b class="b3">πυρετοὶ ῥ</b>. Dsc.5.26; <b class="b3">πυρετὸς ῥοώδης</b> Gal.19.399. Adv., [[ῥοωδῶς]] [[πυρέσσειν]] <span class="bibl">Cass.<span class="title">Pr.</span> 70</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">b</span> as Methodic t.t., ῥοώδες [[νόσημα]], opp. [[στεγνόν]], <span class="bibl">Gal.<span class="title">Sect.Intr.</span>6</span>; [[πάθος]] <span class="bibl">Sor.1.29</span>, <span class="bibl">2.45</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[falling off]], [[καρπός]] <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>5.9.10</span>.</span><br />(B), ες, [[like a pomegranate]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>3.18.13</span>.
|Definition=(A), ες,<br><span class="bld">A</span> [[with a strong stream]], [[running violently]], of a sea in which there are [[strong]] [[current]]s, Th.4.24, [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''366a25; τὸ μάλιστα ῥοώδες τοῦ πελάγους Ael.''NA''7.24: hence, of rocks, promontories, etc., [[expose]]d to such [[sea]]s, [[κρημνός]] Str.8.5.1; ἄκραι Ael.''NA''14.24; <b class="b3">τόποι ῥ.</b> [[region]]s [[of rapid currents]], Arist.''HA''621a16, cf. Thphr.''CP''3.3.4.<br><span class="bld">II</span> Medic., [[running]], ὀφθαλμίαι Hp.''Epid.''1.5: of persons, [[affected with diarrhoea]] or other [[flux]]es, Id.Aër.3; αἱ ὑπέρλευκοι ῥοωδέστεραι Id.''Mul.''2.111; <b class="b3">ῥ. νόσος</b> ibid. (but metaph. in Ph.1.698, cf. 2.428); <b class="b3">πυρετοὶ ῥ.</b> Dsc.5.26; <b class="b3">πυρετὸς ῥοώδης</b> Gal.19.399. Adv., [[ῥοωδῶς]] [[πυρέσσειν]] Cass.''Pr.'' 70.<br><span class="bld">b</span> as Methodic t.t., ῥοώδες [[νόσημα]], opp. [[στεγνόν]], Gal.''Sect.Intr.''6; [[πάθος]] Sor.1.29, 2.45.<br><span class="bld">III</span> [[falling off]], [[καρπός]] Thphr.''CP''5.9.10.<br /><br />(B), ες, [[like a pomegranate]], Thphr.''HP''3.18.13.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:55, 24 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοώδης Medium diacritics: ῥοώδης Low diacritics: ροώδης Capitals: ΡΟΩΔΗΣ
Transliteration A: rhoṓdēs Transliteration B: rhoōdēs Transliteration C: roodis Beta Code: r(ow/dhs

English (LSJ)

(A), ες,
A with a strong stream, running violently, of a sea in which there are strong currents, Th.4.24, Arist.Mete.366a25; τὸ μάλιστα ῥοώδες τοῦ πελάγους Ael.NA7.24: hence, of rocks, promontories, etc., exposed to such seas, κρημνός Str.8.5.1; ἄκραι Ael.NA14.24; τόποι ῥ. regions of rapid currents, Arist.HA621a16, cf. Thphr.CP3.3.4.
II Medic., running, ὀφθαλμίαι Hp.Epid.1.5: of persons, affected with diarrhoea or other fluxes, Id.Aër.3; αἱ ὑπέρλευκοι ῥοωδέστεραι Id.Mul.2.111; ῥ. νόσος ibid. (but metaph. in Ph.1.698, cf. 2.428); πυρετοὶ ῥ. Dsc.5.26; πυρετὸς ῥοώδης Gal.19.399. Adv., ῥοωδῶς πυρέσσειν Cass.Pr. 70.
b as Methodic t.t., ῥοώδες νόσημα, opp. στεγνόν, Gal.Sect.Intr.6; πάθος Sor.1.29, 2.45.
III falling off, καρπός Thphr.CP5.9.10.

(B), ες, like a pomegranate, Thphr.HP3.18.13.

German (Pape)

[Seite 849] ες, 1) flüssig, fließend, triefend, auch fluthend, wogend, strömend, heftig fließend, reißend; θάλασσα, Thuc. 4, 24, ῥοώδεσι καὶ βαθέσι τόποις, Arist. H. A. 9, 37; τὸ μάλισταῥοῶδες καὶ βίαιον τοῦ πελάγους, Ael. H. A. 7, 24; a. Sp., wie Plut. – 2) dem Fluß, bes. dem Bauchfluß unterworfen, daran leidend, den Fluß verursachend, sp. Medic.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
au courant impétueux ; τὸ ῥοῶδες courant impétueux, hauteur d'où coulent des eaux.
Étymologie: ῥόος, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

ῥοώδης:
1 бурно текущий, бурливый, волнующийся (θάλασσα Thuc.);
2 изобилующий бурными потоками (τόποι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥοώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἔχων ἰσχυρὸν ῥοῦν, ῥέων ὁρμητικῶς, λέγεται ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἐν ᾗ ὑπάρχουσι ἰσχυρὰ ῥεύματα, Θουκ. 4. 24, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 8· τὸ μάλιστα ῥ. τοῦ πελάγους Αἰλ. π. Ζ. 7. 24· -ἐντεῦθεν ἐπὶ κρημνῶν, ἀκρωτηρίων κλ., ἐκτεθειμένων εἰς τοιαύτας θαλάσσας, κρημνὸς Στράβ. 362· ἄκραι Αἰλ. π. Ζ. 14. 24· - παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 9, τόποι ῥ. φαίνεται ὅτι σημαίνει τοὺς εἰς πλήμμυραν ὑποκειμένους τόπους, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 3, 3. ΙΙ. παρὰ τοῖς ἰατρικοῖς, ῥέων, «τρέχων», ὀφθαλμίαι Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ Α΄, 943· ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁ προσβεβλημένος ὑπὸ διαρροίας ἢ ἄλλων τοιούτων ἐκκρίσεων, ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 281· αἱ ὑπέρλευκοι ῥοωδέστεραι αὐτόθι 638· πυρετοὶ ῥ. (fluentes Κέλσ.), Γαλην.· ἐντεῦθεν ἐπίρρ., ῥοωδῶς πυρέττειν Κασσ. Πρβλ. ΙΙΙ. ὁ ἐκπίπτων, καρπὸς Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 10.

Greek Monolingual

(I)
-ες / ῥοώδης, -ῶδες, ΝΑ ῥόος / ῥοή]
νεοελλ.
αυτός που έχει την ιδιότητα να ρέει, ρευστόςροώδης μάζα»)
αρχ.
1. (για θάλασσα) ο κυματώδης, αυτός που ταράσσεται από ορμητικά ρεύματα («τὸ μάλιστα ῥοῶδες του πελάγους», Αιλιαν.)
2. (για τοποθεσία) ανοιχτός, εκτεθειμένος σε ισχυρά ρεύματα («τοὺς ῥοώδεις καὶ ἐπόμβρους τόπους», Θεόφρ.)
3. (για ασθένεια) α) αυτός που εκδηλώνεται με ρύσεις («ὀφθαλμίαι ῥοώδεις», Ιπποκρ.)
β) αυτός που προκαλεί εκκρίσεις, διάρροια («πυρετὸς ροώδης», Γαλ.)
4. (για ασθενή) αυτός που πάσχει από διάρροια ή παθολογικές εκκρίσεις («γυναῑκας νοσερὰς καὶ ῥοώδεας», Ιπποκρ.)
5. (για καρπό δέντρου) αυτός που πέφτει προτού ωριμάσει.
επίρρ...
ῥοωδῶς
με διάρροια.
(II)
-ῶδες, Α ῥόα
αυτός που μοιάζει με ρόα. με ρόδι.

Greek Monotonic

ῥοώδης: -ες (εἶδος), αυτός που έχει δυνατό, ισχυρό ρεύμα, που ρέει ορμητικά, λέγεται για τη θάλασσα στην οποία υπάρχουν ισχυρά ρεύματα, σε Θουκ.· επίσης, λέγεται για τα βράχια, που είναι εκτεθειμένα σε τέτοιες θάλασσες, σε Στράβ.

Middle Liddell

ῥο-ώδης, ες εἶδος
with a strong stream, of a sea in which there are strong currents, Thuc.: of rocks, exposed to such seas, Strab.

English (Woodhouse)

full of currents

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)