ἀποφύω: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
m (Text replacement - "<i>sc</i>." to "<i>sc.</i>") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apofyo | |Transliteration C=apofyo | ||
|Beta Code=a)pofu/w | |Beta Code=a)pofu/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[produce]], ῥίζας [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 1.6.4; of veins, [[send out]] branches, ἀ. τὰς φλέβας Gal.15.532; τένοντας Id.18(2).979:—Pass., with aor. 2 and pf. Act., [[grow afresh]], ἀπὸ τῶν ῥιζῶν [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 4.8.5; of branching veins, Gal.15.389; τρίχες ἀ. Archig. ap. Aët.6.55: metaph., Dam.''Pr.''89.<br><span class="bld">II</span> [[part asunder]], [[separate]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:26, 25 August 2023
English (LSJ)
A produce, ῥίζας Thphr. HP 1.6.4; of veins, send out branches, ἀ. τὰς φλέβας Gal.15.532; τένοντας Id.18(2).979:—Pass., with aor. 2 and pf. Act., grow afresh, ἀπὸ τῶν ῥιζῶν Thphr. CP 4.8.5; of branching veins, Gal.15.389; τρίχες ἀ. Archig. ap. Aët.6.55: metaph., Dam.Pr.89.
II part asunder, separate, Hsch.
Spanish (DGE)
I 1tr. en v. act. hacer nacer, brotar bot. ταύτας (sc. τὰς ῥίζας) Thphr.HP 1.6.4
•anat. ramificar φλέβας Gal.15.532, τένοντας Gal.18(2).979.
2 intr. en v. med., en aor. rad. atem. y perf. act. nacer de ἀποφῦναι τὸν ὀδόντα τοῦ δευτέρου σφονδύλου Gal.4.25, ἀπὸ τῆς κοίλης φλεβὸς ... ἀποπεφύκασι φλέβες Gal.15.389, cf. Archig. en Aët.6.55 (var.), δέδενται ... δεσμῷ ... ἀπὸ χόνδρων ἀποπεφυκότι ἄχρι πρὸς τὸν νωτιαῖον (las vértebras) están ligadas por un ligamento que se extiende desde los cartílagos hacia la espina dorsal Hp.Art.45, ἀπὸ τῶν ῥιζῶν ἀποφύεται ... πυρὸς καὶ κρίθη Thphr.CP 4.8.5 fig. surgir ὁ διττὸς ἀποφύεται στίχος ἑνάδων καὶ οὐσιῶν Dam.Pr.89.
II faltar, estar ausente τούτων ... τῶν ὀνομάτων ... τὰ μὲν τῶν προσόντων τῷ θεῷ, τὰ δὲ τῶν ἀποπεφυκότων ἔχει τὴν ἔμφασιν Gr.Nyss.Eun.2.131.
German (Pape)
[Seite 335] (s. φύω), einen Schößling treiben; med., 1) als Nebenschoß hervorwachsen, daneben wachsen, Theophr. – 2) von verschiedener Natur oder Beschaffenheit sein, πρός τινα Synes. – 3) auseinandergehen, sich trennen, Hesych. διαστῆναι.
Russian (Dvoretsky)
ἀποφύω: вырастать, рождаться, возникать (Arst. - v.l. ἀπέφηνεν).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποφύω: φύω, φυτρώνω, «βγάζω» ῥίζας Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 1. 6, 4· ἐν Ἀριστ. Μεταφ. 3. 7, 6 ἀποπέφυκεν (μεταβ.) φαίνεται ἐφθαρμένον· ὑπάρχει δὲ διάφ. γραφ. ἀπέφηνεν. ΙΙ. Παθ. μετ’ ἐνεργ. ἀορ. β΄ καὶ πρκμ., αὐξάνομαι ὡς παραφυάς, μόνα δ’ ἀπὸ τῶν ῥιζῶν ἀποφύεται… πυρὸς καὶ κριθὴ ὁ αὐτ. Αἰτ.Φ.4.8,5· ἐπὶ φλεβῶν, ἀπὸ τῆς κοίλης φλεβὸς αἱ καθ’ ὅλον τὸ ζῷον ἀποπεφύκασι φλέβες Γαλην. τ. 6. σ. 290. 2) εἶμαι διαφόρου φύσεως, πρός τινα ἤ τι μνημονεύεται ἐκ τοῦ Συνεσ., πρβλ. Ρήτορας (Walz) τ. 1. σ. 564. 3) «ἀποφῦναι, διαστῆναι» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἀποφύω (Α)
1. φυτρώνω, βγάζω ρίζες
2. (-ομαι)
μεγαλώνω ως παραφυάδα
3. έχω διαφορετική φύση από κάποιον άλλο.