ζεῦξις: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> [[action de joindre par un pont]];<br /><b>2</b> action d'atteler au joug.<br />'''Étymologie:''' [[ζεύγνυμι]]. | |btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> [[action de joindre par un pont]];<br /><b>2</b> [[action d'atteler au joug]].<br />'''Étymologie:''' [[ζεύγνυμι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 10:50, 30 November 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, (ζεύγνυμι) A yoking or manner of yoking oxen, ζεύξι τοιαύτῃ χρεώμενοι Hdt.3.104. II bridging, τοῦ Βοσπόρου Id.4.88; τοῦ Ἑλλησπόντου Id.7.35.
German (Pape)
[Seite 1138] ἡ, 1) die Überbrückung, τοῦ Ἑλλησπόντου Her. 7, 35. – 2) das Anspannen, Her. 3, 104; das Gespann, Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de joindre par un pont;
2 action d'atteler au joug.
Étymologie: ζεύγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζεῦξις -εως, ἡ [ζεύγνυμι] het inspannen (van dieren). het verbinden, verbinding (door middel van een brug) de overbrugging.
Russian (Dvoretsky)
ζεῦξις: εως ἡ
1 запрягание, способ запряжки (Ἰνδοὶ ζεύξει τοιαύτῃ χρεώμενοι Her.);
2 наводка моста, соединение мостом (τοῦ Βοσπόρου Her.).
Greek Monotonic
ζεῦξις: -εως, ἡ (ζεύγνυμι),
I. σύζευξη, ζέψιμο ή τρόπος σύζευξης βοδιών, σε Ηρόδ.
II. σύναψη, σύνδεση, ένωση, ζεύξη, όπως αυτή που γίνεται μέσω γέφυρας, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
ζεῦξις: -εως, ἡ, (ζεύγνυμι) τὸ ζευγνύναι, ζεύξιμον, ζεύξει τοιαύτῃ χρεόμενοι Ἡρόδ. 3. 104. ΙΙ. σύνδεσις, τὸ συνάπτειν οἷον διὰ γεφύρας, ὁ αὐτ. 4. 88., 7. 35.
Middle Liddell
ζεῦξις, εως ζεύγνυμι
I. a yoking or manner of yoking oxen, Hdt.
II. a joining, as by a bridge, Hdt.