ἀναρρύω: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
m (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ")
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναρρύω''': (ῥύω, [[ἐρύω]]), [[ἀνέλκω]] τὴν κεφαλὴν τοῦ θύματος πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], [[ὅπως]] δυνηθῶ νὰ κόψω τὸν λαιμὸν [[αὐτοῦ]], ὡς τὸ Ὁμηρ. αὐερίω, [[σφάζω]], θύω, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 136. 2) μέσ., [[ἀνασύρω]], ἀπολυτρώνω, σῴζω, σοφίη ψυχὴν ἀναρρύεται παθῶν Δημόκρ. ἐν Ἱππ. Ἐπιστ. 1288. 51: - ἐπανορθῶ, ἀναρρύσασθαι τὴν προτέραν ἧτταν Διον. Ἁλ. 5. 46: - Παθ., ἀνερρύσθησαν Μαλαλ. σ. 461.
|lstext='''ἀναρρύω''': (ῥύω, [[ἐρύω]]), [[ἀνέλκω]] τὴν κεφαλὴν τοῦ θύματος πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], [[ὅπως]] δυνηθῶ νὰ κόψω τὸν λαιμὸν αὐτοῦ, ὡς τὸ Ὁμηρ. αὐερίω, [[σφάζω]], θύω, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 136. 2) μέσ., [[ἀνασύρω]], ἀπολυτρώνω, σῴζω, σοφίη ψυχὴν ἀναρρύεται παθῶν Δημόκρ. ἐν Ἱππ. Ἐπιστ. 1288. 51: - ἐπανορθῶ, ἀναρρύσασθαι τὴν προτέραν ἧτταν Διον. Ἁλ. 5. 46: - Παθ., ἀνερρύσθησαν Μαλαλ. σ. 461.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:32, 11 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναρρύω Medium diacritics: ἀναρρύω Low diacritics: αναρρύω Capitals: ΑΝΑΡΡΥΩ
Transliteration A: anarrýō Transliteration B: anarryō Transliteration C: anarryo Beta Code: a)narru/w

English (LSJ)

(ῥύω, ἐρύω) A draw the victim's head back so as to cut the throat, like Homer's αὐερύω: hence, sacrifice, Epich.139, Pi.O.13.81, Eup.395. 2 Med., aor. ἀνερρυσάμην, draw back, rescue, ψυχὴν ἀ. παθέων from... Hp.Ep.23; ἀ. πόλεις Iamb.VP7.33; ἀ. ἧτταν repair a defeat, D.H.5.46 codd.:—Pass., ἀνερρύσθησαν Just.Nov.115.3.13.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): tb. αὐερύω siempre en Hom., Theoc.25.241, AP 5.285 (Agath.), 6.96 (Eryc.); ἀναρύομαι Hp.Ep.23
I 1echar hacia atrás (νευρήν) αὐερύοντα παρ' ὦμον Il.8.325, cf. Theoc.l.c., τὰς (στήλας) οἵ γ' αὐέρυον arrancaron los pilares, Il.12.261.
2 tirar de la cabeza de la víctima hacia atrás para degollarla αὐέρυσαν ... καὶ ἔσφαξαν Il.1.459, cf. Pi.O.13.81, AP 6.96 (Eryc.)
sacrificar Epich.179, cf. Eup.395, EM 98.56G.
3 aspirar τὸ φίλημα AP 5.285 (Agath.).
II en v. med. salvar, rescatar σοφίη ... ψυχὴν ἀναρύεται παθέων Hp.Ep.23, πόλεις Iambl.VP 33.

French (Bailly abrégé)

tirer (la tête de la victime) en arrière (pour l'égorger) ; égorger, faire un sacrifice;
Moy. ἀναρρύομαι retirer en arrière pour soi ; délivrer, affranchir : ψυχὴν ἀν. παθῶν HPC soustraire son âme aux passions ; ἀν. προτέραν ἧτταν DH réparer une première défaite.
Étymologie: ἀνά, ῥύω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναρρύω: (ῥύω, ἐρύω), ἀνέλκω τὴν κεφαλὴν τοῦ θύματος πρὸς τὰ ὀπίσω, ὅπως δυνηθῶ νὰ κόψω τὸν λαιμὸν αὐτοῦ, ὡς τὸ Ὁμηρ. αὐερίω, σφάζω, θύω, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 136. 2) μέσ., ἀνασύρω, ἀπολυτρώνω, σῴζω, σοφίη ψυχὴν ἀναρρύεται παθῶν Δημόκρ. ἐν Ἱππ. Ἐπιστ. 1288. 51: - ἐπανορθῶ, ἀναρρύσασθαι τὴν προτέραν ἧτταν Διον. Ἁλ. 5. 46: - Παθ., ἀνερρύσθησαν Μαλαλ. σ. 461.

Greek Monolingual

ἀναρρύω (Α)
1. στρέφω το κεφάλι του θύματος προς τα πάνω για να του κόψω τον λαιμό, σφάζω, θυσιάζω
2. (μέσ. -ομαι) ανασύρω, σώζω, απολυτρώνω
3. επανορθώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + ρύω, ερύω «έλκω, σύρω, τραβώ, απολυτρώνω» (πρβλ. αυερύω).
ΠΑΡ. αρχ.-μσν. ανάρρυσις].

German (Pape)

zurüchziehen; nach Vetera Lexica (Eupol. bei Suid.) σφάζειν, wie Hom. αὐερύειν, von dem Zurückziehen des Nackens, um das Opfertier zu schlachten. Med., erlösen, ἧτταν, eine Niederlage wieder gut machen, Dion.Hal. 5.46.