τρώκτης: Difference between revisions
Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
|||
Line 15: | Line 15: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=τρώκτης -ου [τρώγω] [[knager]], [[bedrieger]]. | |elnltext=τρώκτης -ου [τρώγω] [[knager]], [[bedrieger]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>[[Nager]], [[Näscher]]</i>; aber <i>Od</i>. 14.289, 15.415 [[heißen]] Phönizische [[Kaufleute]], die auf [[Gewinn]] [[ausgehen]], τρῶκται, Schlucker, Schelme; von den [[Alten]] [[πανοῦργος]], [[κακοῦργος]], [[ἀπατεών]], [[φιλοχρήματος]] [[erklärt]]; Einige [[nehmen]] es [[sogar]] als [[Eigennamen]]; Antiphan. 3 (IX.409) sagt von dem [[Wucherer]] λιτὰ δὲ δειπνῶν λαθροπόδας τρώκταις χερσὶ τίθησι τόκους, <i>mit gierigen Händen. – Ein [[Meerfisch]] mit scharfem [[Gebiß]]</i>, = [[ἀμία]], Ael. <i>H.A</i>. 1.5. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 33: | Line 36: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[τρώκτης]], ου, ὁ, [[τρώγω]]<br />a gnawer, nibbler: Phoenician traffickers are called τρῶκται, [[greedy]] knaves, Od.; so, τρῶκται χεῖρες [[greedy]] hands, Anth. | |mdlsjtxt=[[τρώκτης]], ου, ὁ, [[τρώγω]]<br />a gnawer, nibbler: Phoenician traffickers are called τρῶκται, [[greedy]] knaves, Od.; so, τρῶκται χεῖρες [[greedy]] hands, Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 30 November 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, (τρώγω) A gnawer, mibbler: but in Od.14.289, 15.416, Phoenician traffickers are called τρῶκται, greedy knaves; so τ. σφόδρ' ἐστίν Com.Adesp.606; and Gramm. explain τρώκτης by φάγος, φιλοκερδής, πανοῦργος, ἀπατεών, Hsch., Phot., Eust.1757.51; φιλοχρήματοι καὶ τ. Philostr.Her.Prooem.1. 2 as adjective, τρῶκται χεῖρες greedy hands, of a usurer, AP9.409 (Antiphan., dub. cj.). II a sea-fish with sharp teeth, = ἀμία (q.v.), Ael.NA1.5.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 qui mange, qui croque, particul. des fruits crus (noix, amandes, etc.) ; en parl. de pers. avide, vorace, rapace;
2 autre nom du poisson de mer ἀμία.
Étymologie: τρώγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρώκτης -ου [τρώγω] knager, bedrieger.
German (Pape)
ὁ, Nager, Näscher; aber Od. 14.289, 15.415 heißen Phönizische Kaufleute, die auf Gewinn ausgehen, τρῶκται, Schlucker, Schelme; von den Alten πανοῦργος, κακοῦργος, ἀπατεών, φιλοχρήματος erklärt; Einige nehmen es sogar als Eigennamen; Antiphan. 3 (IX.409) sagt von dem Wucherer λιτὰ δὲ δειπνῶν λαθροπόδας τρώκταις χερσὶ τίθησι τόκους, mit gierigen Händen. – Ein Meerfisch mit scharfem Gebiß, = ἀμία, Ael. H.A. 1.5.
Russian (Dvoretsky)
τρώκτης: ου ὁ досл. жадный человек, перен. мошенник, плут Hom.: τρῶκται χεῖρες Anth. загребущие руки (v.l. τ. χερσί).
English (Autenrieth)
deceiver, knave, Od. 14.289 and Od. 15.415.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και ανώμαλος τ. θηλ. τρωκτίς, -ίδος, Μ τρώγω
αυτός που ροκανίζει κάτι
νεοελλ.
1. καταχραστής
2. κερδοσκόπος
μσν.
τρώγλη
αρχ.
1. θαλάσσιο ψάρι με κοφτερά δόντια, αμία, γουφάρι
2. ως επίθ. άπληστος
3. μτφ. (κατά τον Ησύχ., τον Φώτ. και τον Ευστ.) πανούργος, απατεώνας.
Greek Monotonic
τρώκτης: -ου, ὁ (τρώγω), φαγάς, αυτός που ροκανίζει· οι Φοίνικες έμποροι καλούνταν τρῶκται, δηλ. άπληστοι κατεργάρηδες, απατεώνες, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, τρῶκται χεῖρες, τα άπληστα χέρια του τοκογλύφου, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
τρώκτης: -ου, ὁ, (τρώγω) ὁ τρώγων, κατατρώγων, «φαγᾶς», ἀλλ’ ἐν Ὀδ. Ο. 415, Φοίνικες... ἤλυθον ἄνδρες, τρῶκται, μυρί’ ἄγοντες ἀθύρματα νηῒ μελαίνῃ σημαίνει: πανοῦργοι, κερδαλέοι, ἀπατεῶνες, Φοίνιξ ἦλθεν ἀνήρ, ἀπατήλια εἰδώς, τρώκτης, «τρώκτην, ὅ ἐστι φάγον, φιλοκερδῆ, φιλάργυρον, ἐκ παντὸς ἐθέλοντα τρώγειν, ὅ ἐστι κερδαίνειν, κατὰ τοὺς παλαιοὺς δὲ ἀπατεῶνα, παραλογιστὴν» (Εὐστ.)· Ὀδ. Ξ. 288· τρ. σφόδρ’ ἐστίν Κωμ. Ἀνώνυμ. 236.· πρβλ. Φιλόστρ. 660. 2) ὡς ἐπίθ., τρῶκται χεῖρες, αἱ ἄπληστοι χεῖρες τοῦ τοκογλύφου, Ἀνθ. Π. 9. 409. ΙΙ. θαλάσσιος ἰχθὺς ἔχων ὀξεῖς ὀδόντας, ὁ λεγόμενος ἀμία νῦν «γουφάρι» (ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σ. 76), Αἰλ. π. Ζ. 1. 5, Ὀππ. Ἁλιευτ. 2, 554. ΙΙΙ. = τρὼξ Ι, Ἱερακοσόφ. (Ἐκ τοῦ τρώκτης παρήχθη τὸ Λατ. tructus, tructa, Ἰταλ. truta, Γαλλ. truit, Ἀγγλ. trout). ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 228.
Middle Liddell
τρώκτης, ου, ὁ, τρώγω
a gnawer, nibbler: Phoenician traffickers are called τρῶκται, greedy knaves, Od.; so, τρῶκται χεῖρες greedy hands, Anth.