κάδδιχος: Difference between revisions

From LSJ

μηδείς ἀγεωμέτρητος εἰσίτω μου τὴν στέγην → let no one ignorant of geometry come under my roof

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3$4 ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κάδδιχος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> ([[κατά]] τον <b>Πλούτ.</b>) το [[δοχείο]] στο οποίο έβαζαν τα ψίχουλα<br /><b>2.</b> [[κάλπη]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) σικελικό [[μέτρο]], ίσως το [[ημίεκτον]]<br />β) [[άρτος]] που προσφερόταν στους θεούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάδος]], με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (-<i>δδ</i>-) και [[επίθημα]] -<i>ιχος</i> ([[πρβλ]]. <i>οσσ</i>-<i>ίχος</i>)].
|mltxt=[[κάδδιχος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> ([[κατά]] τον <b>Πλούτ.</b>) το [[δοχείο]] στο οποίο έβαζαν τα ψίχουλα<br /><b>2.</b> [[κάλπη]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) σικελικό [[μέτρο]], ίσως το [[ημίεκτον]]<br />β) [[άρτος]] που προσφερόταν στους θεούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάδος]], με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (-<i>δδ</i>-) και [[επίθημα]] -<i>ιχος</i> ([[πρβλ]]. [[οσσίχος]])].
}}
}}

Revision as of 06:50, 13 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάδδῐχος Medium diacritics: κάδδιχος Low diacritics: κάδδιχος Capitals: ΚΑΔΔΙΧΟΣ
Transliteration A: káddichos Transliteration B: kaddichos Transliteration C: kaddichos Beta Code: ka/ddixos

English (LSJ)

ὁ, (κάδος) jar, κάδδιχος καλεῖται τὸ ἀγγεῖον εἰς ὃ τὰς ἀπομαγδαλίας ἐμβάλλουσι Plu.Lyc.12: hence, voting-urn, whence κεκαδδίχθαι, to be rejected on a vote, ibid.; also, a measure,= ἡμίεκτον, Hsch., cf. Tab.Heracl.1.52, IG5(1).1447.10 (Messene, iii/ii B.C.):— Lacon. καδίκορ, Hsch. s.v. ἐνδεκαδίκορ.

German (Pape)

[Seite 1279] ὁ, ein Getreidemaaß von vier χοίνικες, auch heiliges Opferbrot, Hesych. S. καδδίζω.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. κάδος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάδδιχος -ου, ὁ [κάδος] kaddichos, stemurn.

Russian (Dvoretsky)

κάδδιχος:каддих (мера сыпучих тел = 4 χοίνικες, т. е. 4.377 литра то же, что ἡμίεκτον) (Plut. - v.l. κάδδος).

Greek (Liddell-Scott)

κάδδῐχος: ὁ, Σικελικόν τι μέτρον, ἴσως τὸ αὐτὸ καὶ ἡμίεκτον, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 53 (ἴδε Franz σ. 707). - Παρὰ Πλουτ. ἐν βίῳ Λυκ. 12, = κάδος ΙΙ, «κάδδιχος (κάδος Κοραῆς) γὰρ καλεῖται τὸ ἀγγεῖον εἰς ὃ τὰς ἀπομαγδαλίας ἐμβάλλουσιν».

Greek Monolingual

κάδδιχος, ὁ (Α)
1. (κατά τον Πλούτ.) το δοχείο στο οποίο έβαζαν τα ψίχουλα
2. κάλπη
3. (κατά τον Ησύχ.) α) σικελικό μέτρο, ίσως το ημίεκτον
β) άρτος που προσφερόταν στους θεούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάδος, με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (-δδ-) και επίθημα -ιχος (πρβλ. οσσίχος)].