πειθήνιος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πειθήνιος -α -ον [πείθω, ἡνία] [[gehoorzaam aan de teugel]].
|elnltext=πειθήνιος -α -ον [[[πείθω]], [[ἡνία]]] [[gehoorzaam aan de teugel]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:59, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πειθήνιος Medium diacritics: πειθήνιος Low diacritics: πειθήνιος Capitals: ΠΕΙΘΗΝΙΟΣ
Transliteration A: peithḗnios Transliteration B: peithēnios Transliteration C: peithinios Beta Code: peiqh/nios

English (LSJ)

Dor.πειθ-άνιος [ᾱ], ον, (ἡνία) A obedient to the rein, of a horse, Plu.Lyc.30: metaph., Id.2.592c: generally, obedient, γυνή M.Ant. 1.17, Hymn.Is. 101, cf. Plu.2.90b; στράτευμα well-disciplined, Onos. 10.9; ψυχή Hierocl. in CA16p.456M.; τὸ π. submissiveness, docility, Plu.2.442c. Adv. -ίως ib.102e, Ph.1.184; in Surgery, gently, Herod. Med. ap. Orib.10.18.15, Sor.1.70b, 2.10. II Act., that makes obedient, χαλινοί Plu.2.369c; λόγος Vett. Val.150.28.

German (Pape)

[Seite 543] dem Zügel folgsam, lenksam, vom Pferde, καὶ συνήθης, Plut. de gen. Socr. 22 u. a. Sp.; τὸ πειθήνιον, der Gehorsam, Hdn. 2, 10, 4; aber auch χαλινοί, zügelnd, lenkend, Plut. de Is. et Osir. 45; auch adv., Consol. Apoll. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 docile au frein ; τὸ πειθήνιον, obéissance;
2 qui dirige, qui conduit.
Étymologie: πείθω, ἡνία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πειθήνιος -α -ον [πείθω, ἡνία] gehoorzaam aan de teugel.

Russian (Dvoretsky)

πειθήνιος:
1 (о лошади), послушный (π. καὶ συνήθης Plut.);
2 заставляющий слушаться (χαλινοί Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

πειθήνιος: -ον, (ἀρχὴ) ὁ εἰς τὰς ἡνίας εὐπειθής, ἐπὶ ἵππου, Πλούτ. 2. 592Β· καθόλου ὑπήκοος, εὐπειθής, αὐτόθι 90Β, κτλ.· τὸ πειθήνιον, εὐπείθεια, ὑπακοή, αὐτόθι 442C. — Ἐπίρρ., -ίως, Πλούτ. 2. 102F, Σωραν. σ. 220. ΙΙ. ἐνεργ., καθιστῶν τινα εὐπειθῆ, χαλινὸς Πλούτ. 2. 369C.

Greek Monolingual

-α, -ο / πειθήνιος και δωρ. τ. πειθάνιος, -ον, ΝΜΑ
(για υποζύγιο) αυτός που υπακούει, που πείθεται στα ηνία, στο χαλινάρι, αυτός που εύκολα χαλιναγωγείται («πρᾱον ἵππον καὶ πειθήνιον παρασχεῖν», Πλούτ.)
νεοελλ.
τυφλά υπάκουος, άκριτα πειθαρχικόςείναι πειθήνιο όργανο του αρχηγού του»)
αρχ.
1. πειθαρχικός, ευπειθής, υπάκουος (α. «πειθήνιος ψυχή», Ιεροκλ.
β. «πειθήνιον στράτευμα», Ονήσ.)
2. αυτός που καθιστά κάποιον πειθαρχικό (α. «πειθήνιοι χαλινοί», Ιώσ.
β. «πειθήνιος λόγος», Βεττ. Βάλ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πειθήνιον
η ευπείθεια, η υπακοή.
επίρρ...
πειθηνίως ΝΑ
1. ευπειθώς, πειθαρχικώς, με τρόπο πειθήνιο, υπάκουο
αρχ.
(στη χειρουργική) με προσοχή, με τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ- του πείθω + -ήνιος (ἡνία), πρβλ. φιλ-ήνιος].