χρυσοχίτων: Difference between revisions
ἀναγκαιότεραι μὲν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ᾽ οὐδεμία → accordingly, although all other sciences are more necessary than this, none is more excellent (Aristotle, Metaphysics A 983a10)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+);<br" to "$1 $2;<br") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> [[à la tunique d'or]];<br /><b>2</b> à l'écorce d'or <i>ou</i> d'un jaune d'or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[χιτών]]. | |btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> [[à la tunique d'or]];<br /><b>2</b> [[à l'écorce d'or]] <i>ou</i> d'un jaune d'or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[χιτών]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:30, 6 December 2022
English (LSJ)
[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, in coat of gold, gold-robed, θήβα Pi.Fr.195; Λυδοί Pisand. ap. Lyd.Mag.3.64; with rind of gold, ἐλάη AP6.102 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 1383] ωνος, mit, in goldenem Kleide, goldener Schaale, Rinde; Θήβα Pind. frg. 207; ἐλάη Philp. Thess. 20 (VI, 102).
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ, ἡ)
1 à la tunique d'or;
2 à l'écorce d'or ou d'un jaune d'or.
Étymologie: χρυσός, χιτών.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσοχίτων: ωνος (ῐ) adj.
1 в златотканной одежде (Θήβα Pind.);
2 с золотистой корой или листвой (ἐλάη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοχίτων: [ῐ], ωνος, ὁ χρυσοῦν περιβεβλημένος χιτῶνα, Θήβη Πινδ. Ἀποσπ. 207· ἔχων φλοιὸν χρυσοῦν ἢ χρυσίζοντα, ἐλάη Ἀνθ. Π. 6. 102.
English (Slater)
χρῡσοχῐτων with golden tunic εὐάρματε χρυσοχίτων ἱερώτατον ἄγαλμα, Θήβα fr. 195.
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, ἡ, ΜΑ
1. αυτός που φορεί χρυσό χιτώνα («Λυδοὶ χρυσοχίτωνες», Πίνδ.)
2. μτφ. αυτός που έχει επιφάνεια η οποία χρυσίζει (α. «πέρκην... χρυσοχίτων' ἐλάην», Φίλιππ. Θεσσ.
β. «χρυσοχίτων αἴθουσα», Παύλ. Σιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -χίτων (< χιτών, -ῶνος), πρβλ. σιδηρο-χίτων].
Greek Monotonic
χρῡσοχίτων: [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που φορά χρυσό χιτώνα, σε Ανθ.