χορεῖος: Difference between revisions
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1365.png Seite 1365]] zum Chor, zum Tanz gehörig. – In der Metrik ὁ [[χορεῖος]], sc. [[πούς]], = [[τροχαῖος]], auch = [[τρίβραχυς]], Gramm. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1365.png Seite 1365]] zum Chor, zum Tanz gehörig. – In der Metrik ὁ [[χορεῖος]], ''[[sc.]]'' [[πούς]], = [[τροχαῖος]], auch = [[τρίβραχυς]], Gramm. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 11:17, 30 November 2022
English (LSJ)
α, ον, A of or belonging to a chorus or dance, ἀοιδή A.R.2.714, cf. Ael.NA2.11; epithet of Dionysus, Plu.2.680b; of Antinous, IG22.1105 Ab10, Ac3; χορεῖοι (sc. ἀγῶνες) CIG5328 (Teuchira). II in metre, χορεῖος, ὁ, = τροχαῖος, Cic.de Or.3.50.193, Plu.2.1141b. 2 = τρίβραχυς, D.H.Comp.17,18, Aristid.Quint.1.22. III pl. χορεῖα, τά, thank-offerings for victory of a chorus, IG11(2).161B13 (Delos, iii B. C.), BCH35.260 (ibid.), Inscr.Délos 442A189 (ii B. C.). 2 fee for right of attendance at rites of ὑμνῳδοί, IGRom.4.353D21 (Pergam., ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1365] zum Chor, zum Tanz gehörig. – In der Metrik ὁ χορεῖος, sc. πούς, = τροχαῖος, auch = τρίβραχυς, Gramm.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 qui concerne les chœurs, les danses;
2 qui préside aux chœurs, aux danses.
Étymologie: χορός.
Russian (Dvoretsky)
χορεῖος: II ὁ стих. (sc. πούς)
1 хорей или трохей (стопа ‒∪);
2 Plut., Cic. = τρίβραχυς.
плясовой танцевальный: ὁ χ. θεός Plut. = Διόνυσος.
Greek (Liddell-Scott)
χορεῖος: -α, -ον, (χορὸς) ὁ ἀνήκων εἰς χορόν, χορεῖόν τι καὶ ἐμμελὲς ὁμορροθοῦντες Αἰλ. περὶ Ζῴων 2. 11· ἐπώνυμον τοῦ Διονύσου, Πλούτ. 2. 680Β· χορεῖοι (ἐξυπακουομ. ἀγῶνες) Συλλ. Ἐπιγρ. 5328. ΙΙ. ἐν τῇ Μετρικῇ, ὁ χορεῖος, ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις συχνάκις φέρεται χόριος, =τροχαῖος ἢ (ἐνίοτε) τρίβραχυς, αὐτόθι 1141Β, Κικ. de Or. 3. 50.
Greek Monolingual
ο / χορεῖος, -εία, -εῖον, ΝΜΑ, αρσ. και χόριος Α
το αρσ. ως ουσ. ο χορείος και ὁ χορείος
(στην αρχ. μετρική) τρίβραχυς ή τροχαίος μετρικός πους
μσν.-αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χορό
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χορεῖον
τόπος όπου χορεύουν, χοροστάσι, χορευταριά
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. είδος εκτέλεσης μελωδίας σε αυλό
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Χορεῖος
προσωνυμία του Διονύσου
3. το ουδ. ως ουσ. α) φιάλη που αποτελούσε έπαθλο χορού
β) (κατά τον Ησύχ.) i) «χορεῖον
διδασκαλεῖον»
ii) «χορεῖον
αὔλημά τι»
γ) (κατά το λεξ. Σούδα) «ἡ χόρευσις»
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ χορεῖα
α) πληρωμή για το δικαίωμα συμμετοχής στις τελετές τών υμνωδών
β) γιορτή, πιθανώς προς τιμήν του Διονύσου
γ) ευχαριστήρια προσφορά χορού για νίκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + κατάλ. -εῖος (πρβλ. σπονδ-εῖος)].