πτοία: Difference between revisions
Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ptoia | |Transliteration C=ptoia | ||
|Beta Code=ptoi/a | |Beta Code=ptoi/a | ||
|Definition=Ep. πτοίη | |Definition=Ep. [[πτοίη]] Opp.''H.''3.431, Nic.''Al.''212: rarely πτόα, ''EM'' 695.1, [[varia lectio|v.l.]] in Ph.1.531; and πτόη, [[LXX]] ''1 Ma.''3.25, ''3 Ma.''6.17: ἡ: ([[πτοέω]]):—<br><span class="bld">A</span> [[terror]], [[fright]], Onos.6.5; <b class="b3">παραχὴ καὶ π.</b> Plu.''Fab.''11, cf. Ph.2.204, al.; <b class="b3">ἀμυδραὶ καὶ φαντασιώδεις π.</b> Philostr.''VA''7.14, cf. Plb. 1.39.14, 1.68.6.<br><span class="bld">II</span> [[excitement]], πάθος ἐστὶ πτοία ψυχῆς Zeno Stoic. 1.51, cf. Chrysipp.ib.3.127; <b class="b3">π. περὶ τὰ ἀφροδίσια, εἰς ἀφρ</b>., Epicur. ''Fr.''458, Ael.''NA''10.27; <b class="b3">ἡ περὶ φιλοσοφίαν π.</b> Procl.''in Alc.''p.43C., cf. Plu.2.83d: pl., Ti.Locr.103b. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=πτοία -ας, ἡ [πτοέω] [[vrees]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 10:18, 25 August 2023
English (LSJ)
Ep. πτοίη Opp.H.3.431, Nic.Al.212: rarely πτόα, EM 695.1, v.l. in Ph.1.531; and πτόη, LXX 1 Ma.3.25, 3 Ma.6.17: ἡ: (πτοέω):—
A terror, fright, Onos.6.5; παραχὴ καὶ π. Plu.Fab.11, cf. Ph.2.204, al.; ἀμυδραὶ καὶ φαντασιώδεις π. Philostr.VA7.14, cf. Plb. 1.39.14, 1.68.6.
II excitement, πάθος ἐστὶ πτοία ψυχῆς Zeno Stoic. 1.51, cf. Chrysipp.ib.3.127; π. περὶ τὰ ἀφροδίσια, εἰς ἀφρ., Epicur. Fr.458, Ael.NA10.27; ἡ περὶ φιλοσοφίαν π. Procl.in Alc.p.43C., cf. Plu.2.83d: pl., Ti.Locr.103b.
German (Pape)
[Seite 810] ἡ, = πτόα; καὶ παραφροσύναι, im plur., Tim. Locr. 103 b; Pol. 1, 39, 14 u. öfter; ἐς κραδίην πτοίην βάλε, Nic. Al. 212; εἰς Ἀφροδίσια, Ael. H. A. 10, 27; φόβῳ καὶ πτοίᾳ, Philostr.; ταραχὴ καὶ πτοία κατεῖχε τοὺς Ῥωμαίους, Plut. Fab. 11.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 épouvante, effroi;
2 transport de passion.
Étymologie: πτοέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πτοία -ας, ἡ [πτοέω] vrees.
Russian (Dvoretsky)
πτοία: ἡ = πτόα.
Greek (Liddell-Scott)
πτοίᾱ: πτοιᾱλέος, πτοιέω, πτοίησις, πτοιητός, ἴδε ἐν λ. πτο-.
Greek Monolingual
και πτόα και πτόη και πτοίη, ἡ, Α [[πτοῶ / πτοιῶ]]
1. πτόηση, μεγάλος φόβος, τρομάρα (α. «ἀδιήγητος κατεῖχε ταραχὴ καὶ πτοία τοὺς Ῥωμαίους», Πλούτ.
β. «θεωροῦν
τες οἱ Ῥωμαῖοι τὴν ἐν τοῖς πεζοῖς στρατοπέδοις πτοίαν καὶ δυσελπιστίαν», Πολ.)
2. διέγερση, ορμή της ψυχής, παρόρμηση (α. «πάθος ἐστὶ πτοία ψυχής», Ζήν.
β. «πτοία περὶ τὰ ἀφροδίσια», Επίκ).