λιμηρός: Difference between revisions

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισις → silence, you see, is an answer for the wise (Menander)

Source
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ά, όν :<br />affamé ; pauvre, misérable.<br />'''Étymologie:''' [[λιμός]].<br /><span class="bld">2</span>ά, όν :<br />doté d'un bon port.<br />'''Étymologie:''' [[λιμήν]].
|btext=<span class="bld">1</span>ά, όν :<br />affamé ; pauvre, misérable.<br />'''Étymologie:''' [[λιμός]].<br /><span class="bld">2</span>ά, όν :<br />[[doté d'un bon port]].<br />'''Étymologie:''' [[λιμήν]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 14:00, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῑμηρός Medium diacritics: λιμηρός Low diacritics: λιμηρός Capitals: ΛΙΜΗΡΟΣ
Transliteration A: limērós Transliteration B: limēros Transliteration C: limiros Beta Code: limhro/s

English (LSJ)

ά, όν, (λιμός) A hungry, causing hunger, ἔρως Theoc.10.57; ἐργασίη AP6.47 (Antip. Sid.), cf. 285 (Nicarch.), 7.546, Alciphr.1.9, etc.
λῐμηρός, ά, όν, (λιμήν) A furnished with a good harbour, special epithet of Epidaurus in Laconia, Th.4.56, 7.26; εὐλίμενον δὲ οὖσαν, βραχέως… λιμηρὰν εἰρῆσθαι, ὡς ἂν λιμενηράν Apollod. ap. Str.8.6.1.

German (Pape)

[Seite 47] mit einem Hafen versehen, für λιμενηρός, Strab. 8, 6, 1, s. Ἐπίδαυρος nom. propr.

French (Bailly abrégé)

1ά, όν :
affamé ; pauvre, misérable.
Étymologie: λιμός.
2ά, όν :
doté d'un bon port.
Étymologie: λιμήν.

Russian (Dvoretsky)

λῑμηρός:
1 голодный, вынуждаемый голодом (ἐργασία Anth.);
2 управляемый голодом (πενίης ὄργανον, sc. κορωνοβόλον Anth.);
3 томящий, томительный (ἔρως Theocr.).
λῐμηρός: обладающий (хорошим) портом (эпитет города Эпидавр) Thuc.

Greek (Liddell-Scott)

λῑμηρός: -ά, -όν, (λιμὸς) πειναλέος, παράγων πεῖναν, ἔρως Θεόκρ. 10. 57· ἐργασία Ἀνθ. Π. 6. 47, πρβλ. 285., 7. 246, Ἀλκίφρων 1. 9, κτλ.

Greek Monolingual

(I)
λιμηρός, -ά- -όν (Α)
πειναλέος, αυτός που προκαλεί πείναπρέπει λιμηρὸν ἔρωτα μυθίσδεν τᾷ ματρὶ κατ' εὐνὰν ὀρθρευοίσᾷ», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + κατάλ. -ηρός (πρβλ. μελετηρός, υδατηρός)].
(II)
λιμηρός, -ά, -όν (Α)
1. αυτός πού έχει καλό λιμένα, ευλίμενος
2. (ειδικά) το θηλ. επίθετο της Επιδαύρου στη Λακωνία («εὐλίμενον δὲ οὖσαν, βραχέως... λιμηράν εἰρῆσθαι, ὡς ἂν λιμενηράν», Απολλόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμήν + κατάλ. -ηρός, αντί του αναμενόμενου τ. λιμενηρός].

Greek Monotonic

λῐμηρός: -ά, -όν (λιμήν), εξοπλισμένος με καλό λιμάνι, αυτός που διαθέτει καλό λιμάνι, σε Θουκ.
• λῑμηρός: -ά, -όν (λιμός), πειναλέος, αυτός που προκαλεί πείνα, σε Θεόκρ., σε Ανθ.

Middle Liddell

λῐμηρός, ή, όν λιμήν
furnished with a good harbour, Thuc.
λῑμηρός, ή, όν λιμός
hungry, causing hunger, Theocr., Anth.