τυχηρός: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 15: Line 15:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=τυχηρός -ά -όν [τύχη] gelukkig, succesrijk:; χορηγία τυχηρά succesvolle regie Aristot. Pol. 1295a28; adv. τυχηρῶς op succesvolle wijze:. ἀγαγεῖν τυχηρῶς τὰ κατ’ ἀγροὺς Διονύσια op succesvolle wijze de landelijke Dionysusfeesten vieren Aristoph. Ach. 250.
|elnltext=τυχηρός -ά -όν [τύχη] gelukkig, succesrijk:; χορηγία τυχηρά succesvolle regie Aristot. Pol. 1295a28; adv. τυχηρῶς op succesvolle wijze:. ἀγαγεῖν τυχηρῶς τὰ κατ’ ἀγροὺς Διονύσια op succesvolle wijze de landelijke Dionysusfeesten vieren Aristoph. Ach. 250.
}}
{{pape
|ptext=<i>vom [[Glück]], [[Zufall]] [[herrührend]], [[glücklich]]</i>, Aesch. <i>Ag</i>. 451; <i>[[unglücklich]]</i>, überhaupt <i>[[zufällig]]</i>, adv., Ar. <i>Ach</i>. 238, <i>Th</i>. 305; τυχηρὰ καὶ ἀβούλητα, Plut. <i>discr. ad. et am</i>. 9.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 30: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τῠχηρός, ή, όν [from τῠ́χη]<br />[[lucky]], [[fortunate]], Aesch.:—adv. -ρῶς, Ar.
|mdlsjtxt=τῠχηρός, ή, όν [from τῠ́χη]<br />[[lucky]], [[fortunate]], Aesch.:—adv. -ρῶς, Ar.
}}
{{pape
|ptext=<i>vom [[Glück]], [[Zufall]] [[herrührend]], [[glücklich]]</i>, Aesch. <i>Ag</i>. 451; <i>[[unglücklich]]</i>, überhaupt <i>[[zufällig]]</i>, adv., Ar. <i>Ach</i>. 238, <i>Th</i>. 305; τυχηρὰ καὶ ἀβούλητα, Plut. <i>discr. ad. et am</i>. 9.
}}
}}

Revision as of 12:44, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠχηρός Medium diacritics: τυχηρός Low diacritics: τυχηρός Capitals: ΤΥΧΗΡΟΣ
Transliteration A: tychērós Transliteration B: tychēros Transliteration C: tychiros Beta Code: tuxhro/s

English (LSJ)

ά, όν, A lucky, fortunate, A.Ag.464 (lyr.), Arist.Pol.1295a28. Adv. -ρῶς Ar.Ach.250, Th.305. 2 from or by chance, πάθη D.H.7.68; τὰ τ. ἀγαθά the goods of fortune, Plu.2.6a, Alex. Aphr. in Top.147.22; τὰ τ. Phld.Vit.p.27J., Plu.2.35a, etc.; τὸ τ. Phld.Sign.36, Plu.2.23f. 3 τὰ μικρὰ καὶ τ. ordinary trifles (like τὰ τυχόντα), Zeno Stoic.1.70.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
fortuit, accidentel ; τὸ τυχηρόν le hasard ; τὰ τυχηρά les chances du hasard.
Étymologie: τύχη.
Syn. τυχαῖος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυχηρός -ά -όν [τύχη] gelukkig, succesrijk:; χορηγία τυχηρά succesvolle regie Aristot. Pol. 1295a28; adv. τυχηρῶς op succesvolle wijze:. ἀγαγεῖν τυχηρῶς τὰ κατ’ ἀγροὺς Διονύσια op succesvolle wijze de landelijke Dionysusfeesten vieren Aristoph. Ach. 250.

German (Pape)

vom Glück, Zufall herrührend, glücklich, Aesch. Ag. 451; unglücklich, überhaupt zufällig, adv., Ar. Ach. 238, Th. 305; τυχηρὰ καὶ ἀβούλητα, Plut. discr. ad. et am. 9.

Russian (Dvoretsky)

τῠχηρός:
1 случайный (ἀγαθά Plut.);
2 счастливый, преуспевающий (sc. ἀνήρ Aesch.): φύσις τ. Arst. счастливые природные данные.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τυχηρός, -ά, -όν, ΝΜΑ, και τυχερός, Ν
1. αυτός που έχει καλή τύχη (α. «στάθηκε τυχερός στη ζωή του» β. «τυχηρὸν ὄντ' άνευ δίκας παλιντυχεῖ τριβᾷ βίου τιθεῖσ' ἀμαυρόν», Αισχύλ.)
2. αυτός που γίνεται κατά τύχη, τυχαίος
νεοελλ.
1. αυτός που φέρνει καλή τύχηείναι το τυχερό του νόμισμα»)
2. το ουδ. ως ουσ. το τυχερό
καθετί που εξαρτάται από την καλή ή την κακή τύχη κάποιου («ήταν τυχερό του να μην παντρευτεί»)
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα τυχερά
απρόβλεπτα κέρδη
4. φρ. «τυχερά παιχνίδια» — παιχνίδια τών οποίων η έκβαση εξαρτάται από την τύχη και όχι από τις ικανότητες του παίκτη.
επίρρ...
τυχηρῶς Α 1. με τύχη
2. κατά τύχην.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύχη + επίθημα -ηρός (πρβλ. λαμπ-ηρός, νοσ-ηρός). Ο νεοελλ. τ. τυχερός < τυχηρός, κατά τα επίθ. σε -ερός (πρβλ. λαμπ-ηρός: λαμπερός)].

Greek Monotonic

τῠχηρός: -ά, -όν, τυχερός, που έχει τύχη, σε Αισχύλ.· επίρρ. τυχηρῶς, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

τῡχηρός: -ά, -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἔχων τύχην, κοινῶς «τυχερός», Αἰσχύλ. Ἀγ. 464, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 11, 1. - Ἐπίρρ. -ρῶς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 2 0, Θεσμ. 305. 2) κατὰ τύχην, τυχαῖος, πάθη Διον. Ἁλ. 7. 68· τὰ τυχηρὰ ἀγαθά, τὰ τῆς τύχης ἀγαθά, Πλούτ. 2. 6Α, κλπ.· οὕτω, τὰ τυχηρὰ αὐτόθι 35Α, κλπ.· ἢ τὸ τυχηρὸν αὐτόθι 23Ε.

Middle Liddell

τῠχηρός, ή, όν [from τῠ́χη]
lucky, fortunate, Aesch.:—adv. -ρῶς, Ar.