ἐπιθήκη: Difference between revisions
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br />addition, surcroît.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτίθημι]]. | |btext=ης (ἡ) :<br />[[addition]], [[surcroît]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτίθημι]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:20, 8 January 2023
English (LSJ)
ἡ, A addition, increase, Hes.Op.380; κἀπιθήκην τέτταρας and 4 loaves (or perhaps obols) over, Ar.V.1391; adponam epithecam insuper, cj. for apo- in Plaut. Trin.1025. II. cover put over a statue, CPR27.10 (ii A.D.). III. sum allowed to cover expenses, POxy.1158.24 (iii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 943] ἡ, der Zusatz, die Vermehrung, Hes. O. 378; Zulage, Ar. Vesp. 1382; Sp.; – Deckel, Sp.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
addition, surcroît.
Étymologie: ἐπιτίθημι.
Greek Monolingual
ἐπιθήκη, ἡ (Α)
1. προσθήκη, επαύξηση
2. πάπ. κάλυμμα αγάλματος
3. πάπ. χρηματικό ποσό που χορηγείται για κάλυψη δαπανών
4. (κατά τον Ησύχ.) «φερνή», προίκα
5. (η αιτ. ως επίρρ.) ἐπιθήκην
παραπάνω, επί πλέον.
Greek Monotonic
ἐπιθήκη: ἡ (ἐπιτίθημι), προσθήκη, αύξηση, σε Ησίοδ.· αιτ. ως επίρρ., κἀπιθήκην τέτταρας, και τέσσερις δραχμές επιπλέον στη συμφωνία, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιθήκη: ἡ
1 приумножение (sc. πλούτου Hes.);
2 прибавление: ἄρτους δέκα κἀπιθήκην τέτταρας Arph. десять хлебов да еще четыре.
Middle Liddell
ἐπιθήκη, ἡ, ἐπιτίθημι
an addition, increase, Hes.: acc. as adv., κἀπιθήκην τέτταρας and 4 drachmas into the bargain, Ar.