ὠλεσίοικος: Difference between revisions
καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui perd les maisons]], [[les familles]];<br /><b>2</b> [[qui ruine une maison par ses dépenses]].<br />'''Étymologie:''' [[ὄλλυμι]], [[οἶκος]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui perd les maisons]], [[les familles]];<br /><b>2</b> [[qui ruine une maison par ses dépenses]].<br />'''Étymologie:''' [[ὄλλυμι]], [[οἶκος]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>das Haus, die [[Familie]] [[zerstörend]], zu Grunde [[richtend]]</i>, Aesch. <i>Spt</i>. 702; – <i>das [[Vermögen]] [[verderbend]], [[verschwendend]]</i>, Sp., wie Liban.; vgl. <i>B.A</i>. 318. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὠλεσί-οικος, ον,<br />[[destroying]] the [[house]], Aesch. | |mdlsjtxt=ὠλεσί-οικος, ον,<br />[[destroying]] the [[house]], Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:05, 30 November 2022
English (LSJ)
ον, A destroying the house, τὰν ὠ. θεόν (sc. Ἐρινύν) A.Th.720 (lyr.); ἀνάστασιν ὠλεσίοικον Orph.Fr.285.26; ἁρπαγαὶ ὠ. ib.58; written ὀλεσ- in Lib. Decl.26.32 codd. II squandering one's substance, Com.Adesp. 1200.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui perd les maisons, les familles;
2 qui ruine une maison par ses dépenses.
Étymologie: ὄλλυμι, οἶκος.
German (Pape)
das Haus, die Familie zerstörend, zu Grunde richtend, Aesch. Spt. 702; – das Vermögen verderbend, verschwendend, Sp., wie Liban.; vgl. B.A. 318.
Russian (Dvoretsky)
ὠλεσίοικος: несущий разрушение дому или роду (ἁ θεός = Ἐρινύς Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ὠλεσίοικος: -ον, ὁ τὸν οἶκον καταστρέφων, τὰν ὠλ. θεὸν (ἐξυπακ. Ἐρινὺν) Αἰσχύλ. Θήβ. 720· ― τοῦτο δὲ ἀναγνωστέον ἀντὶ ὀλεσ-, παρὰ Λιβαν. 4. 143, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 701. ΙΙ. ὁ διασκορπίζων τὴν ἑαυτοῦ περιουσίαν, οἰκοφθόρος, ἄσωτος, Α. Β. 318, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
και ὀλεσίοικος, -ον, ΜΑ
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που καταστρέφει το σπίτι του, την οικογένειά του
2. αυτός που διασπαθίζει, που κατασπαταλά την περιουσία του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) < θ. ὀλεσι- του ὄλλυμι «καταστρέφω» (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + οἶκος (πρβλ. σωσί-οικος). Ο μακρός φωνηεντισμός ω- του τ. ὠλεσί-οικος οφείλεται πιθ. σε διευθέτηση μετρικών αναγκών].
Greek Monotonic
ὠλεσίοικος: -ον, αυτός που καταστρέφει το σπίτι του, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ὠλεσί-οικος, ον,
destroying the house, Aesch.