λειαίνω: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "πᾱν" to "πᾶν")
 
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[λειαίνω]] και [[λεαίνω]]) [[λείος]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] λείο με [[ξύσιμο]] ή [[τρίψιμο]], [[γυαλίζω]], [[στιλβώνω]] («πᾱν δ' εὖ λειήνας χρυσέην ἐπέθηκε κορώνην», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ομαλό, [[εξομαλύνω]] («λείηναν δὲ χορόν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[μετριάζω]], [[αμβλύνω]], [[απαλύνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] [[κάτι]] σε [[σκόνη]] τρίβοντάς το<br /><b>2.</b> [[αφανίζω]] («τὰ ἐκ γῆς φυόμενα λεαίνοντες», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[λείος]].
|mltxt=(Α [[λειαίνω]] και [[λεαίνω]]) [[λείος]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] λείο με [[ξύσιμο]] ή [[τρίψιμο]], [[γυαλίζω]], [[στιλβώνω]] («πᾶν δ' εὖ λειήνας χρυσέην ἐπέθηκε κορώνην», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ομαλό, [[εξομαλύνω]] («λείηναν δὲ χορόν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[μετριάζω]], [[αμβλύνω]], [[απαλύνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] [[κάτι]] σε [[σκόνη]] τρίβοντάς το<br /><b>2.</b> [[αφανίζω]] («τὰ ἐκ γῆς φυόμενα λεαίνοντες», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[λείος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 21:10, 23 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειαίνω Medium diacritics: λειαίνω Low diacritics: λειαίνω Capitals: ΛΕΙΑΙΝΩ
Transliteration A: leiaínō Transliteration B: leiainō Transliteration C: leiaino Beta Code: leiai/nw

English (LSJ)

λείανσις, v. λεαίνω, λέανσις.

French (Bailly abrégé)

f. épq. λειανέω, ao. ἐλείηνα ou λείηνα;
poét. et ion. c. λεαίνω.

German (Pape)

ion. und ep. = λεαίνω.

Russian (Dvoretsky)

λειαίνω: (эп. fut. λειανέω, aor. ἐλείηνα и λείηνα) эп.-ион. = λεαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

λειαίνω: λείανσις, ἴδε ἐν λέξ. λεαίνω, λέανσις.

English (Autenrieth)

(λεῖος), fut. λειανέω, aor. 3 pl. λείηναν, part. λειήνᾶς: make smooth, smooth, level off, Od. 8.260.

Greek Monolingual

λειαίνω και λεαίνω) λείος
1. κάνω κάτι λείο με ξύσιμο ή τρίψιμο, γυαλίζω, στιλβώνω («πᾶν δ' εὖ λειήνας χρυσέην ἐπέθηκε κορώνην», Ομ. Ιλ.)
2. κάνω κάτι ομαλό, εξομαλύνω («λείηναν δὲ χορόν», Ομ. Οδ.)
3. μτφ. μετριάζω, αμβλύνω, απαλύνω
αρχ.
1. μεταβάλλω κάτι σε σκόνη τρίβοντάς το
2. αφανίζω («τὰ ἐκ γῆς φυόμενα λεαίνοντες», Ηρόδ.)
3. είμαι ή γίνομαι λείος.

Greek Monotonic

λειαίνω: Ιων. αντί λεαίνω.

Middle Liddell

λειαίνω, [ionic for λεαίνω.]