νεανίευμα: Difference between revisions
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />action <i>ou</i> propos de jeune homme, trait d'audace, d'imprudence.<br />'''Étymologie:''' [[νεανιεύομαι]]. | |btext=ατος (τό) :<br />action <i>ou</i> [[propos de jeune homme]], [[trait d'audace]], [[d'imprudence]].<br />'''Étymologie:''' [[νεανιεύομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:40, 6 December 2022
English (LSJ)
ατος, τό, youthful, i.e. spirited or (in bad sense) wanton, act or word, Pl.R.390a, Luc. Herm.33, etc.; of an argument, bold attempt, Simp.in Ph.1169.9.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
action ou propos de jeune homme, trait d'audace, d'imprudence.
Étymologie: νεανιεύομαι.
German (Pape)
[εᾱ], τό, jugendliches Betragen, eine mutwillige, leichtsinnige, jugendlich übereilte Tat, Plat. Rep. III.390a und Sp., wie Luc. Hermot. 33.
Russian (Dvoretsky)
νεᾱνίευμα: ατος τό юношеская выходка, юношеский задор, мальчишество Plat., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
νεᾱνίευμα: τό, νεανική, δηλ. εὔτολμος ἢ (ἐπὶ κακῆς σημασίας) ἀπερίσκεπτος πρᾶξις ἢ λόγος τοιοῦτος, Πλάτ. Πολ. 390Α, Λυσ. παρὰ Πολυδ. Β΄, 2, Λουκ., κλ.
Greek Monolingual
το (ΑΜ νεανίευμα) νεανιεύομαι
(με κακή σημ.) νεανικός τρόπος συμπεριφοράς, απερίσκεπτη πράξη.
Greek Monotonic
νεᾱνίευμα: -ατος, τό, νεανική, δηλ. τολμηρή ή (με αρνητική σημασία) απερίσκεπτη ενέργεια ή απερίσκεπτος λόγος, σε Πλάτ. κ.λπ.
Middle Liddell
νεᾱνίευμα, ατος, τό,
a youthful, i. e. a spirited or (in bad sense) a wanton act or word, Plat., etc. [from νεᾱνῐεύομαι]