ἀπεῖδον: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπεῖδον''': ἀπαρ. ἀπῐδεῖν, ἀόρ. β΄. [[ἄνευ]] εὐχρήστου ἐνεστῶτος, ἀντ’ | |lstext='''ἀπεῖδον''': ἀπαρ. ἀπῐδεῖν, ἀόρ. β΄. [[ἄνευ]] εὐχρήστου ἐνεστῶτος, ἀντ’ αὐτοῦ δὲ ἐν χρήσει [[εἶναι]] τὸ [[ἀφοράω]]: [[στρέφω]] τὸ [[βλέμμα]] μου [[πρός]] τι, ἀπιδεῖν ἔς τι ἢ [[πρός]] τι Θουκ. 7. 71· πόρρωθεν ἀπιδὼν Τιμοκλ. ἐν «Λήθῃ» 1. 6. ΙΙ. [[βλέπω]] ἀλλαχόσε, [[ἀποστρέφω]] τὰ βλέμματά μου ἀπό τινος, περιφρονῶ, Πλούτ. 2. 1070F. | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer |
Revision as of 19:35, 11 December 2022
English (LSJ)
inf. ἀπῐδεῖν, aor. 2 with no pres. in use, ἀφοράω being used instead:—A look away from other things at, and so simply, look at, πρός or ἔς τι Th.7.71, Luc.DMar.9.2, al.; πόρρωθεν ἀπιδεῖν Timocl. 21. II look away from, and so, despise, Plu.2.1070f (dub.l.). (In later Greek ἀφ-, ἀφίδω Ep.Phil.2.23.)
Spanish (DGE)
v. ἀφοράω.
French (Bailly abrégé)
ao.2 de ἀφοράω.
German (Pape)
aor. zu ἀφοράω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπεῖδον: aor. 2 к ἀφοράω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπεῖδον: ἀπαρ. ἀπῐδεῖν, ἀόρ. β΄. ἄνευ εὐχρήστου ἐνεστῶτος, ἀντ’ αὐτοῦ δὲ ἐν χρήσει εἶναι τὸ ἀφοράω: στρέφω τὸ βλέμμα μου πρός τι, ἀπιδεῖν ἔς τι ἢ πρός τι Θουκ. 7. 71· πόρρωθεν ἀπιδὼν Τιμοκλ. ἐν «Λήθῃ» 1. 6. ΙΙ. βλέπω ἀλλαχόσε, ἀποστρέφω τὰ βλέμματά μου ἀπό τινος, περιφρονῶ, Πλούτ. 2. 1070F.
English (Thayer)
(ἀφειδον) equivalent to ἀπεῖδον, which see Cf. Buttmann, 7; Mullach, p. 22; Winer's Grammar, 45 (44); (Tdf. Proleg., p. 91f, the Sept. edition 4Proleg., p. xxxiii.; Scrivener s edition of manuscript Cantabr. Introduction, p. 47: (11); especially WH s Appendix, p. 143f, Meisterhans, § 20, and Lightfoot on Curtius, p. 687f).
Greek Monotonic
ἀπεῖδον: απαρ. -ῐδεῖν, αόρ. βʹ χωρίς ενεστ. σε χρήση, αντί του οποίου χρησιμοποιείται το ἀφοράω· στρέφω αλλού το βλέμμα μου, αποστρέφω το βλέμμα μου από κάτι, περιφρονώ· και ομοίως, απλώς, κοιτάζω, στρέφω το βλέμμα μου, ἔς ή πρός τι, σε Θουκ.
Middle Liddell
to look away from other things at a thing, and so simply to look at, ἔς or πρός τι Thuc.