πομπικός: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2, $3 <i>")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pompikos
|Transliteration C=pompikos
|Beta Code=pompiko/s
|Beta Code=pompiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> of or for a [[solemn procession]], <b class="b3">π. ἵππος</b> a horse [[of state]], <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.</span>11.1</span>, cf. <span class="bibl">Poll.1.211</span>; [[ἀσπίδια]], [[ζεῦγος]], <span class="title">IG</span>22.1424a.395,2311.65; στέμμα <span class="bibl">D.S.18.26</span>; ἅρμα <span class="bibl">D.C.56.34</span>; μέλος <span class="bibl">Plu.<span class="title">Aem.</span>33</span>, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> metaph., [[stately]], [[magnificent]], ὄψις <span class="bibl">Id.<span class="title">Mar.</span>22</span>; of literary style, [[impressive]], Phld.<span class="title">Rh.</span>2.96S., <span class="bibl">D.H.<span class="title">Is.</span>19</span>, Longin.8.3. Adv. -κῶς Id.32.5, etc.</span>
|Definition=πομπική, πομπικόν,<br><span class="bld">A</span> of or for a [[solemn procession]], <b class="b3">π. ἵππος</b> a horse [[of state]], X.''Eq.''11.1, cf. Poll.1.211; [[ἀσπίδια]], [[ζεῦγος]], ''IG''22.1424a.395,2311.65; στέμμα D.S.18.26; ἅρμα D.C.56.34; μέλος Plu.''Aem.''33, etc.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[stately]], [[magnificent]], ὄψις Id.''Mar.''22; of literary style, [[impressive]], Phld.''Rh.''2.96S., D.H.''Is.''19, Longin.8.3. Adv. [[πομπικῶς]] Id.32.5, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πομπικός --όν [πομπή] triomf-:. μέλος... πομπικόν triomfgezang Plut. Aem. 33.1. prachtig:. πομπικὴ ὄψις een prachtige aanblik Plut. Mar. 22.1.
|elnltext=πομπικός -ή -όν [πομπή] triomf-:. μέλος... πομπικόν triomfgezang Plut. Aem. 33.1. prachtig:. πομπικὴ ὄψις een prachtige aanblik Plut. Mar. 22.1.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πομπικός Medium diacritics: πομπικός Low diacritics: πομπικός Capitals: ΠΟΜΠΙΚΟΣ
Transliteration A: pompikós Transliteration B: pompikos Transliteration C: pompikos Beta Code: pompiko/s

English (LSJ)

πομπική, πομπικόν,
A of or for a solemn procession, π. ἵππος a horse of state, X.Eq.11.1, cf. Poll.1.211; ἀσπίδια, ζεῦγος, IG22.1424a.395,2311.65; στέμμα D.S.18.26; ἅρμα D.C.56.34; μέλος Plu.Aem.33, etc.
2 metaph., stately, magnificent, ὄψις Id.Mar.22; of literary style, impressive, Phld.Rh.2.96S., D.H.Is.19, Longin.8.3. Adv. πομπικῶς Id.32.5, etc.

German (Pape)

[Seite 679] zum Geleit, zum Begleiten, zum feierlichen Aufzuge gehörig, geeignet; ἵππος Xen. ars equit. 11, 1; Poll. 1, 211; daher prächtig, prunkvoll, Plut. Mar. 22; πομπικῶς, Ael. H. A. 12, 33, Longin.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne les processions, pompes ou cérémonies publiques;
2 pompeux, de montre, d'apparat.
Étymologie: πομπή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πομπικός -ή -όν [πομπή] triomf-:. μέλος... πομπικόν triomfgezang Plut. Aem. 33.1. prachtig:. πομπικὴ ὄψις een prachtige aanblik Plut. Mar. 22.1.

Russian (Dvoretsky)

πομπικός: торжественный, парадный (ἵππος Xen.; στέμμα Diod.; μέλος Plut.).

Greek Monolingual

-ή, -ό / πομπικός, -όν, ΝΜΑ πομπή
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή χρησιμεύει σε πομπή
αρχ.
1. (για ύφος λόγου) εντυπωσιακός
2. μτφ. πομπώδης, πολυτελής, επιδεικτικός
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πομπικά
είδος ρητορικού λόγου.
επίρρ...
πομπικώς/ πομπικῶς ΝΑ και πομπικά Ν
νεοελλ.-αρχ.
κατά τρόπο πομπικό
μσν.
για δημιουργία εντυπώσεων.

Greek Monotonic

πομπικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε ιερή πομπή, πομπικὸς ἵππος, ο ίππος της πόλης (χρήσιμ. στις πομπές), σε Ξεν.· μεταφ., πομπώδης, επιδεικτικός, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

πομπικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς δημοτελῆ πομπήν, π. ἵππος, ἵππος τῆς πόλεως εἰς πομπὰς χρήσιμος, Ξεν. Ἱππ. 11, 1, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 211· στέμμα Διόδ. 18. 26· ἅρμα Δίων Κ. 50. 34· μέλος Πλουτ. Αἰμίλ. 33, κτλ.· ― μεταφορ., πομπώδης, ἐπιδεικτικός, ὄψις Πλουτ. Μάρ. 22· ἐπὶ τοῦ ὕφους τοῦ Ἰσοκράτους, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαί. 19, πρβλ. Λογγῖν. 8. Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. 32, κτλ.

Middle Liddell

πομπικός, ή, όν [from πομπή
of or for a solemn procession, π. ἵππος a horse of state, Xen.:—metaph. pompous, showy, Plut.