πολύδοξος: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polydoksos | |Transliteration C=polydoksos | ||
|Beta Code=polu/docos | |Beta Code=polu/docos | ||
|Definition= | |Definition=πολύδοξον,<br><span class="bld">A</span> [[having various opinions]], Stob.2.7.4a.<br><span class="bld">II</span> [[famous]], ''BCH''21.599 (Delph., iv B.C.), Timo44; διδαχαί ''IG''14.2124. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:57, 25 August 2023
English (LSJ)
πολύδοξον,
A having various opinions, Stob.2.7.4a.
II famous, BCH21.599 (Delph., iv B.C.), Timo44; διδαχαί IG14.2124.
German (Pape)
[Seite 662] vielerlei Meinungen habend, Stob. ecl. 2 p. 82; – weit berühmt, Ep. ad. 744 (App. 217).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 aux pensées ou aux opinions variées;
2 très illustre.
Étymologie: πολύς, δόξα.
Russian (Dvoretsky)
πολύδοξος: весьма славный, прославленный, знаменитый Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
πολύδοξος: -ον, ὁ ἔχων ποικίλας δοξασίας, γνώμας, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 82· διδαχαὶ π. Ἀνθ. Π. παράρτ. 217. ΙΙ. λίαν πεφημισμένος, περίφημος, πολυδόξαστος, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 9. 23.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που έχει πολλές και διάφορες γνώμες
2. περίφημος, ξακουστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -δοξος (< δόξα «γνώμη»), πρβλ. ορθό-δοξος].
Greek Monotonic
πολύδοξος: -ον (δόξα), αυτός που έχει διάφορες γνώμες, σε Ανθ.