ὁμοφωνία: Difference between revisions

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omofonia
|Transliteration C=omofonia
|Beta Code=o(mofwni/a
|Beta Code=o(mofwni/a
|Definition=ἡ, in Music, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[unison]] (v. [[ὁμόφωνος]] II), <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1263b35</span>; ᾀδόντων ὁμοφωνία <span class="bibl">Luc.<span class="title">Salt.</span>68</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[community of language]], <span class="bibl">D.H. 1.29</span>; τῶν ζῴων <span class="bibl">Ph.1.405</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> metaph., [[agreement]], [[concord]], <span class="bibl">Procl.<span class="title">in Prm.</span>p.542</span> S., Ecphant. ap. Stob.4.7.64.</span>
|Definition=ἡ, in Music,<br><span class="bld">A</span> [[unison]] (v. [[ὁμόφωνος]] II), Arist.''Pol.''1263b35; ᾀδόντων ὁμοφωνία Luc.''Salt.''68.<br><span class="bld">II</span> [[community of language]], D.H. 1.29; τῶν ζῴων Ph.1.405.<br><span class="bld">III</span> metaph., [[agreement]], [[concord]], Procl.''in Prm.''p.542 S., Ecphant. ap. Stob.4.7.64.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοφωνία Medium diacritics: ὁμοφωνία Low diacritics: ομοφωνία Capitals: ΟΜΟΦΩΝΙΑ
Transliteration A: homophōnía Transliteration B: homophōnia Transliteration C: omofonia Beta Code: o(mofwni/a

English (LSJ)

ἡ, in Music,
A unison (v. ὁμόφωνος II), Arist.Pol.1263b35; ᾀδόντων ὁμοφωνία Luc.Salt.68.
II community of language, D.H. 1.29; τῶν ζῴων Ph.1.405.
III metaph., agreement, concord, Procl.in Prm.p.542 S., Ecphant. ap. Stob.4.7.64.

German (Pape)

[Seite 342] ἡ, Gleichheit der Sprache, D. Hal. 1, 29; übh. Gleichheit des Klanges, Gleichklang, Arist. pol. 2, 5 u. Sp., προσπαίζων τῷ ὀνόματι κατὰ τὴν ὁμοφωνίαν, Ath. XI, 491 a; ᾀδόντων, Luc. de salt. 68.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 communauté ou identité de langage;
2 accord de sons.
Étymologie: ὁμόφωνος.

Russian (Dvoretsky)

ὁμοφωνία:однозвучие, унисон Arst., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοφωνία: ἡ, ἐν τῇ μουσικῇ, ταυτότης τοῦ μουσικοῦ ἤχου (ἴδε ὁμόφωνος ΙΙ), Ἀριστ. Πολιτ. 2. 5, 14. 2) τὸ λαλεῖν τὴν αὐτὴν γλῶσσαν, τὸ συγγενὲς τῆς ὁμοφωνίας Διον. Ἁλ. Ι, 29, κλ.

Greek Monolingual

η (Α ὁμοφωνία) ομόφωνος
1. ομοιότητα φωνής ή κοινότητα γλώσσας
2. ομογνωμοσύνη, ομοφροσύνη, ταυτότητα γνώμης
νεοελλ.
μουσ. α) η απόλυτη συνήχηση ισοϋψών φθόγγων κατά την οποία πολλές συγχρόνως φωνές βρίσκονται στον ίδιο τόνο
β) τρόπος σύνθεσης κατά τον οποίο οι συνοδευτικές φωνές μιας κύριας μονωδίας περιορίζουν αισθητά ή και τελείως τη μελωδική και ρυθμική τους δραστηριότητα και υπηρετούν, ακολουθώντας ρυθμικά και πλαισιώνοντας αρμονικά, την καθαρή διαγραφή της κύριας μελωδίας, αλλ. ομοφωνικός χαρακτήρας ή ομοφωνικό ύφος ή αρμονική - κάθετη γραφή
γ) φρ. «αρχή της ομοφωνίας» — αρχή σύμφωνα με την οποία οι αποφάσεις ενός διοικητικού ή άλλου οργάνου λαμβάνονται με τις ψήφους όλων ανεξαιρέτως τών μελών του και όχι κατά πλειοψηφία
αρχ.
συμφωνία τών μουσικών ήχων, αρμονία («ὑποκριτοῦ εὐφωνίαν, ᾀδόντων ὁμοφωνίαν», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

ὁμοφωνία: ἡ, στη μουσική, συνήχηση, ταυτοφωνία, σε Αριστ.

Middle Liddell

ὁμοφωνία, ἡ,
in Music, unison, Arist. [from ὁμόφωνος