ἀνανδρία: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anandria
|Transliteration C=anandria
|Beta Code=a)nandri/a
|Beta Code=a)nandri/a
|Definition=(in codd. sometimes wrongly <b class="b3">-εία</b>, and in later Ion. <b class="b3">-ηΐη</b>), ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[want of manhood]], Hp.Aër.16, <span class="bibl">E.<span class="title">Med.</span>466</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>254c</span>, etc.; of eunuchs, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Syr.D.</span>26</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[unmanliness]], [[cowardice]], <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>755</span>, <span class="bibl">E. <span class="title">Or.</span>1031</span>, <span class="bibl">Th.1.83</span>, <span class="bibl">And.1.56</span>, etc.; ἀνανδρίᾳ χερῶν <span class="bibl">E.<span class="title">Supp.</span>314</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[unmarried womanhood]], Plu.2.302f.</span>
|Definition=(in codd. sometimes wrongly -εία, and in later Ion. -ηΐη), ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[want of manhood]], Hp.Aër.16, E.''Med.''466, Pl.''Phdr.''254c, etc.; of eunuchs, Luc.''Syr.D.''26.<br><span class="bld">2</span> [[unmanliness]], [[cowardice]], A.''Pers.''755, E. ''Or.''1031, Th.1.83, And.1.56, etc.; ἀνανδρίᾳ χερῶν E.''Supp.''314.<br><span class="bld">II</span> [[unmarried womanhood]], Plu.2.302f.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 10:30, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνανδρία Medium diacritics: ἀνανδρία Low diacritics: ανανδρία Capitals: ΑΝΑΝΔΡΙΑ
Transliteration A: anandría Transliteration B: anandria Transliteration C: anandria Beta Code: a)nandri/a

English (LSJ)

(in codd. sometimes wrongly -εία, and in later Ion. -ηΐη), ἡ,
A want of manhood, Hp.Aër.16, E.Med.466, Pl.Phdr.254c, etc.; of eunuchs, Luc.Syr.D.26.
2 unmanliness, cowardice, A.Pers.755, E. Or.1031, Th.1.83, And.1.56, etc.; ἀνανδρίᾳ χερῶν E.Supp.314.
II unmarried womanhood, Plu.2.302f.

Spanish (DGE)

-ας
• Alolema(s): jón. -ηΐη Luc.Syr.D.26
I ref. a hombres
1 falta de virilidad, impotencia Hp.Aër.16, 22, de eunucos, Luc.Syr.D.26.
2 falta de hombría, pusilanimidad, cobardía ἀναδρίας ὕπο ἔνδον αἰχμάζειν A.Pers.755, ὦ παγκάκιστε, τοῦτο γάρ σ' εἰπεῖν ἔχω, γλώσσῃ μέγιστον εἰς ἀνανδρίαν κακόν canalla, pues no encuentro en mi lengua mayor insulto para tu cobardía E.Med.466, ἀνανδρία γὰρ τοῦτό γε eso es cobardía, Com.Adesp.254.31Au., εἰς τοῦτ' ἀνανδρίας καὶ πονηρίας ἧλθον Isoc.14.28, αἰσχύνη καὶ ἀνανδρία καὶ πάντα τὰ αἴσχιστα D.4.42, δειλίᾳ τε καὶ ἀνανδρίᾳ λιπόντε τὴν τάξιν Pl.Phdr.254c, cf. R.560d, E.Or.1031, And.Myst.56, Arist.Rh.1384a20, D.19.218, Plb.3.6.12, D.C.46.34.2.
II ref. a mujeres soltería αἱ δ' ἀνανδρίαν ἀντὶ τοιούτων ἑλόμεναι γάμων Plu.2.302f.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 manque de virilité ; mollesse, lâcheté;
2 célibat des femmes.
Étymologie: ἄνανδρος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνανδρία: Luc. ἀνανδρηΐη ἡ
1 отсутствие мужества, малодушие, тж. робость, трусость Aesch., Eur., Thuc., Isocr., Plat., Arst., Plut.;
2 оскопление, скопчество Luc.;
3 женское безбрачие (девичество или вдовство) Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνανδρία: (ἐν τοῖς χειρογρ. ἐνίοτε ἐσφαλμ. -εία καὶ Ἰων. -ηΐη) ἡ, ἔλλειψις ἀνδρότητος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 290, Εὐρ. Μήδ. 466, Πλάτ., κτλ. 2) ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀνάνδρου, δειλία, Αἰσχύλ. Πέρσ. 755, Εὐρ. Ὀρ. 1031, Θουκ. 1. 82, Ἀνδοκ. 8. 22, κτλ.· ἀνανδρίᾳ χερῶν Εὐρ. Ἱκ. 314. ΙΙ. ἡ κατάστασις τῆς ἀνυπάνδρου γυναικός, αἱ δὲ ἀνανδρίαν ἀντὶ τοιούτων ἑλόμεναι γάμων Πλούτ. 2. 302F.

Greek Monolingual

η (Α ἀνανδρία και -εία)
1. έλλειψη ανδρείας, γενναιότητας, δειλία
2. έλλειψη ανδρισμού, θάρρους
νεοελλ.
άνανδρη, δειλή συμπεριφορά
αρχ.
1. (κυρίως για ευνούχους) έλλειψη ανδρότητας, φυσική αδυναμία ως προς τα γενετήσια, ανικανότητα
2. (για γυναίκες) έλλειψη ανδρός, συζύγου, αγαμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἀνανδρία < ἄνανδρος, ενώ ο τ. ἀνανδρεία < ἀν- στερ. + ἀνδρεία < ἀνδρεῖος.

Greek Monotonic

ἀνανδρία: ἡ, έλλειψη ανδροσύνης, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.
2. δειλία, ανανδρία, σε Αισχύλ. κ.λπ.

Middle Liddell

[From ἄνανδρος
1. want of manhood, Eur., Plat., etc.
2. unmanliness, cowardice, Aesch., etc.