ὀξύτονος: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oksytonos
|Transliteration C=oksytonos
|Beta Code=o)cu/tonos
|Beta Code=o)cu/tonos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sharp-sounding]], [[piercing]]. of sound, ὀξύτονοι γόοι <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>243</span> (lyr.); ὀξυτόνους ᾠδὰς θρηνήσει <span class="bibl">Id.<span class="title">Aj.</span>631</span> (lyr.); ὀξυτόνου διὰ πνεύματος <span class="bibl">Id.<span class="title">Ph.</span>1093</span> (lyr.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[sung to a high note]], <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>11</span>; [[oxytone]], [[having the acute accent]], <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Id.</span>1.12</span>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span> 33.24</span>, al. Adv. [[ὀξυτόνως]] ib.<span class="bibl">29.2</span>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>1.222</span>, <span class="bibl">Eust.41.4</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> Subst. [[ὀξύτονον]], τό, v. [[ὀξύγονον]].</span>
|Definition=ὀξύτονον,<br><span class="bld">A</span> [[sharp-sounding]], [[piercing]]. of sound, ὀξύτονοι γόοι S.''El.''243 (lyr.); ὀξυτόνους ᾠδὰς θρηνήσει Id.''Aj.''631 (lyr.); ὀξυτόνου διὰ πνεύματος Id.''Ph.''1093 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> [[sung to a high note]], [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''11; [[oxytone]], [[having the acute accent]], Hermog.''Id.''1.12, A.D.''Pron.'' 33.24, al. Adv. [[ὀξυτόνως]] ib.29.2, S.E.''M.''1.222, Eust.41.4.<br><span class="bld">III</span> Subst. [[ὀξύτονον]], τό, v. [[ὀξύγονον]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠτονος Medium diacritics: ὀξύτονος Low diacritics: οξύτονος Capitals: ΟΞΥΤΟΝΟΣ
Transliteration A: oxýtonos Transliteration B: oxytonos Transliteration C: oksytonos Beta Code: o)cu/tonos

English (LSJ)

ὀξύτονον,
A sharp-sounding, piercing. of sound, ὀξύτονοι γόοι S.El.243 (lyr.); ὀξυτόνους ᾠδὰς θρηνήσει Id.Aj.631 (lyr.); ὀξυτόνου διὰ πνεύματος Id.Ph.1093 (lyr.).
II sung to a high note, D.H.Comp.11; oxytone, having the acute accent, Hermog.Id.1.12, A.D.Pron. 33.24, al. Adv. ὀξυτόνως ib.29.2, S.E.M.1.222, Eust.41.4.
III Subst. ὀξύτονον, τό, v. ὀξύγονον.

German (Pape)

[Seite 355] 1) = ὀξυτενής, scharf angespannt; πνεῦμα, Soph. Phil. 1082; γόος, El. 236; ᾠδαί; Ai. 618. – 2) bei den Gramm. mit dem Akut auf der letzten Sylbe bezeichnet u. ausgesprochen; auch adv., ὀξυτόνως λέγει τὸν λαγών, Ath. IX, 400 a.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 au son aigu ; aigu, perçant;
2 t. de gramm. frappé d'un accent aigu (ὀξεῖα) sur la dernière syllabe, oxyton.
Étymologie: ὀξύς, τόνος.

Russian (Dvoretsky)

ὀξύτονος: (ῠ)
1 пронзительный, громкий (γόοι, ὠδαί Soph.);
2 издающий пронзительный свист, воющий (πνεῦμα Soph.);
3 грам. имеющий ударение на последнем слоге.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύτονος: -ον, ὁ ὀξέως ἠχῶν, διαπεραστικός, ἐπὶ ἤχου, ὀξ. γόοι Σοφ. Ἠλ. 243· ὀξυτόνους ᾠδὰς θρηνήσει ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 630· ὀξυτόνου διὰ πνεύματος ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1093. ΙΙ. ὁ ἔχων ἐπὶ τῆς ληγούσης ὀξεῖαν, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 11. - Ἐπίρρ. ὀξυτόνως, μετὰ ὀξέος τόνου, Εὐστ. 41. 4.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὀξύτονος, -ον)
1. (για ήχο), οξύς, διαπεραστικός («ὀξυτόνων γόων», Σοφ.)
2. (για λέξη) αυτή που τονίζεται στη λήγουσα με οξεία
αρχ.
1. αυτός που άδεται σε οξύ τόνο
2. το ουδ. ως ουσ. το ὀξύτονον- (πιθ. γρφ. αντί οξύγονον) είδος φυτού.
επίρρ.
οξυτόνως (ΑΜ ὀξυτόνως)
με οξύ τόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -τονος (< τόνος < τείνω), πρβλ. βαρύ-τονος].

Greek Monotonic

ὀξύτονος: -ον, I. αυτός που ηχεί έντονα, διαπεραστικός, λέγεται για ήχο, σε Σοφ.
II. οξύτονος, αυτός που φέρει οξύ τόνο (οξεία), δηλ. φέρει «οξεία» στην τελευταία συλλαβή της λέξης, τη λήγουσα.

Middle Liddell

ὀξύτονος, ον,
I. sharp-sounding, piercing, of sound, Soph.
II. oxytone, having the acute accent, i. e. the accent on the last syllable.