φαρμακεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) :" to "$1 $2 :")
m (Text replacement - "ἐς " to "ἐς ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>I.</b> donner un médicament : τινα à qqn;<br /><b>II.</b> donner du poison, <i>d'où</i><br /><b>1</b> [[empoisonner]], acc.;<br /><b>2</b> [[faire une opération de magie]] : [[ἐς]] ποταμόν HDT pour apaiser un fleuve;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[φαρμακεύομαι]] prendre un remède.<br />'''Étymologie:''' [[φάρμακον]].
|btext=<b>I.</b> donner un médicament : τινα à qqn;<br /><b>II.</b> donner du poison, <i>d'où</i><br /><b>1</b> [[empoisonner]], acc.;<br /><b>2</b> [[faire une opération de magie]] : ἐς ποταμόν HDT pour apaiser un fleuve;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[φαρμακεύομαι]] prendre un remède.<br />'''Étymologie:''' [[φάρμακον]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 21:35, 17 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαρμᾰκεύω Medium diacritics: φαρμακεύω Low diacritics: φαρμακεύω Capitals: ΦΑΡΜΑΚΕΥΩ
Transliteration A: pharmakeúō Transliteration B: pharmakeuō Transliteration C: farmakeyo Beta Code: farmakeu/w

English (LSJ)

A administer a drug or medicine, Pl.R.459c, Ti.89d.
2 use enchantments, practise sorcery, φαρμακεύσαντες ταῦτα ἐς τὸν ποταμόν = having used this charm upon the river, Hdt.7.114.
II c. acc. pers., purge, τινα Hp.Acut.(Sp.)55; φ. ἄνω κούφῳ φαρμάκῳ purge upwards, i. e. by an emetic, Id.Art.67, cf. Aph.4.12:—Pass., to be purged, ib.2.37, Men. Her.Fr.5; to be physicked, Arist. Top.111a2.
2 drug a person, give him a poisonous or stupefying drug, E.Andr.355, SIG1181.4 (Rhenea, ii B. C.); φ. τινὰ ἐπὶ βλάβῃ μὴ θανασίμῳ Pl.Lg.933d:—Pass., οὐ πεφαρμάκευσαι ἀλλὰ μεμάγ<ε>υσαι Astramps.Orac.25.4(ii A. D.), cf. POxy.472.1 (ii A. D.).
3 season in cookery, [ἰχθὺν] πεφαρμακευμένον τυροῖσι Philem.79.5.
4 metaph., πειθοῖ κακῇ τὴν ψυχὴν φ. Gorg. Fr.11 D.

German (Pape)

[Seite 1256] Heilmittel, Zaubermittel geben, anwenden, auch Hexerei, Giftmischerei treiben, Plat. Rep. V, 459 c; – auch trans., ὃς ἂν φαρμακεύῃ τινὰ ἐπὶ βλάβῃ μὴ θανασίμῳ, wer Einem Gift giebt, Legg. XI, 933 d; vgl. Eur. Andr. 355; – φαρμακεύειν τι ἐς τὸν ποταμόν, Etwas als Zauber oder Besänftigungsmittel gegen den Strom, zur Beruhigung des Stromes gebrauchen, Her. 7, 114. – Pass. Arzneimittel gebrauchen, bes. zum Abführen, Hippocr. und Sp.

French (Bailly abrégé)

I. donner un médicament : τινα à qqn;
II. donner du poison, d'où
1 empoisonner, acc.;
2 faire une opération de magie : ἐς ποταμόν HDT pour apaiser un fleuve;
Moy. φαρμακεύομαι prendre un remède.
Étymologie: φάρμακον.

Russian (Dvoretsky)

φαρμᾰκεύω:
1 применять лекарства, лечить медикаментами Plat.: φ. τινά Plut. давать кому-л. лекарство; φαρμακεύεσθαι Plut. принимать лекарство;
2 давать отраву, отравлять (τινά Eur. etc.): τὸ πεφαρμακευμένον ὕδωρ Plut. отравленная вода;
3 наводить чары, колдовать: φ. τι εἰς τὸν ποταμόν Her. заколдовывать чем-л. реку.

Greek (Liddell-Scott)

φαρμᾰκεύω: δίδω τινὶ φάρμακον ἢ ἰατρικόν, Πλάτ. Πολ. 459C, Τίμ. 89D. 2) ποιοῦμαι χρῆσιν ἐπῳδῶν καὶ μαγείας, φαρμακεύσαντες δὲ ταῦτα ἐς τὸν ποταμόν, τελέσαντες δὲ τὰς μαγικὰς ταύτας ἱεροπραξίας εἰς τὸν ποταμόν, Ἡρόδ. 7. 114. ΙΙ. μετ’ αἰτιατ. προσώπου, καθαίρω διὰ καθαρτικοῦ φαρμάκου, χρῶμαι φαρμάκῳ καθαίροντι, τινα Ἱππ. Ἀφορ. 1249· ἄνω φ. φαρμάκῳ τινὶ κούφῳ ὁ αὐτ. περὶ Ἄρθρ. 630. ― Παθ., καθαίρομαι, ποιοῦμαι χρῆσιν καθαρτικῶν φαρμάκων, ὁ αὐτ. ἐν Ἀφορ. 1245, Μένανδρ. ἐν «Ἥρωϊ» 4, Ἀριστ. Τοπ. 2. 3, 8. 2) δίδω εἴς τινα δηλητήριον ἢ ναρκωτικὸν φάρμακον, δηλητηριάζω, «φαρμακώνω», Εὐρ. Ἀνδρ. 355· φ. τινὰ ἐπὶ βλάβῃ μὴ θανασίμῳ Πλάτ. Νόμ. 933D. 3) καρυκεύω, παρασκευάζω μαγειρικῶς, [ἰχθὺν] πεφαρμακευμένον τυροῖσι Φιλήμων ἐν «Στρατιώτῃ» 1. 5.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και στον Ερωτόκρ. φαρμακεύγω Ν [[[φάρμακο]](ν)]
δίνω σε κάποιον δηλητηριώδες ή μαγικό φαρμακευτικό παρασκεύασμα, δηλητηριάζω, φαρμακώνω
αρχ.
1. παρέχω σε κάποιον φάρμακο με σκοπό τη θεραπεία
2. δίνω σε κάποιον καθάρσιο
3. χρησιμοποιώ μαγικές φράσεις και τελετές
4. (σχετικά με έδεσμα) καρυκεύω, αρτύω.

Greek Monotonic

φαρμᾰκεύω: μέλ. -σω (φάρμακον
I. 1. χορηγώ φάρμακα, σε Πλάτ.
2. κάνω χρήση μαγικών, φαρμακεύειν τι ἐς τὸν ποταμόν, χρησιμοποιώ κάτι ως θέλγητρο για να ηρεμήσω το ποτάμι, σε Ηρόδ.
II. με αιτ. προσ., καθαίρω, δίνω σε κάποιον δηλητηριώδες ή καθαρτικό φάρμακο, σε Ευρ.

Middle Liddell

φαρμᾰκεύω, fut. -σω φάρμακον
I. to administer a drug, Plat.
2. to use enchantments, φαρμακεύειν τι ἐς τὸν ποταμόν to use it as a charm to calm the river, Hdt.
II. c. acc. pers. to drug, give him a poisonous or stupefying drug, Eur.