γοργωπός: Difference between revisions
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=gorgopos | |Transliteration C=gorgopos | ||
|Beta Code=gorgwpo/s | |Beta Code=gorgwpo/s | ||
|Definition= | |Definition=γοργωπόν, [[fierce-eyed]], [[grim-eyed]], σέλας A.''Pr.''358; κόραι E.''HF'' 868; ἴτυς Id.''Ion''210 (lyr.); γοργωπὰ λεύσσων Id.''Hyps.Fr.''16(18); ἀλέκτωρ ''AP''7.428 (Mel.); τὸ γ. Corn.''ND''20. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:55, 25 August 2023
English (LSJ)
γοργωπόν, fierce-eyed, grim-eyed, σέλας A.Pr.358; κόραι E.HF 868; ἴτυς Id.Ion210 (lyr.); γοργωπὰ λεύσσων Id.Hyps.Fr.16(18); ἀλέκτωρ AP7.428 (Mel.); τὸ γ. Corn.ND20.
Spanish (DGE)
-όν
1 de mirada terrorífica de serpientes σέλας A.Pr.356, cf. E.HF 1266, Fr.18.3 Bond, κόραι pupilas de mirada terrorífica E.HF 868, cf. Rh.8, ἀλέκτωρ AP 7.428 (Mel.), cf. Hsch.
•subst. τὸ γ. aspecto o mirada terrorífica de Atenea, Corn.ND 20.
2 ornado con la cara de la Gorgona ἴτυς E.Io 210.
German (Pape)
[Seite 503] mit furchtbarem, grimmigem Blick, σέλας γ. Aesch. Prom. 336; κόραι Eur. Herc. fur. 868; βλεφάρων ἕδρα Rhes. 8; ἀλέκτωρ Mel. 123 (VII, 428).
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
au regard terrifiant.
Étymologie: γοργός, ὤψ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γοργωπός -όν Γοργώ, ὤψ] met het hoofd van de Gorgo (gezegd van het schild van Athena); Eur. Ion 210; overdr. met grimmige, angstaanjagende blik.
Russian (Dvoretsky)
γοργωπός:
1 со страшным взглядом (κόραι Eur.);
2 грозный (ὀμμάτων σέλας Aesch.; βλεφάρων ἕδρα Eur.; ἀλέκτωρ Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
γοργωπός: -όν, ὁ ἔχων ἄγριον ἢ βλοσυρὸν τὸ ὄμμα, Αἰσχύλ. Πρ. 356, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 868, Ἴωνι 210·― ὡσαύτως, γοργώψ, ῶπος, ὁ, ἡ, ὁ αὐτ. Ἠλ. 1257, Ὀρ. 261· θηλ. γοργῶπις, ιδος, ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Σοφ. Αἴ. 450, Ἀποσπ. 724.
Greek Monolingual
γοργωπός, -όν (Α)
αυτός που έχει άγριο, βλοσυρό βλέμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γοργός + -ωπός (πρβλ. αγριωπός, βλοσυρωπός κ.ά.)].
Greek Monotonic
γοργωπός: -όν (ὤψ), αυτός που έχει άγριο, βλοσυρό βλέμμα, σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης, γοργώψ, -ῶπος, ὁ, ἡ, σε Ευρ.· θηλ. γοργῶπις, -ιδος, λέγεται για την Αθηνά, σε Σοφ.