χαλκεομήστωρ: Difference between revisions

From LSJ

Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art

Menander, Monostichoi, 535
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chalkeomistor
|Transliteration C=chalkeomistor
|Beta Code=xalkeomh/stwr
|Beta Code=xalkeomh/stwr
|Definition=ορος, ὁ, [[skilled in arms]], <b class="b3">χαλκεομήστορος Ἕκτορος</b>, restored by Burges in <span class="bibl">E.<span class="title">Tr.</span>271</span> (lyr.) from Hsch. (<b class="b3">χαλκεομίστωρ· ἰσχυροφόρος</b>, i. e. <b class="b3">χαλκεομήστορος· ἰσχυρόφρονος</b>).
|Definition=-ορος, ὁ, [[skilled in arms]], <b class="b3">χαλκεομήστορος Ἕκτορος</b>, restored by Burges in E.''Tr.''271 (lyr.) from [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (χαλκεομίστωρ· ἰσχυροφόρος, i.e. χαλκεομήστορος· ἰσχυρόφρονος).
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 10:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκεομήστωρ Medium diacritics: χαλκεομήστωρ Low diacritics: χαλκεομήστωρ Capitals: ΧΑΛΚΕΟΜΗΣΤΩΡ
Transliteration A: chalkeomḗstōr Transliteration B: chalkeomēstōr Transliteration C: chalkeomistor Beta Code: xalkeomh/stwr

English (LSJ)

-ορος, ὁ, skilled in arms, χαλκεομήστορος Ἕκτορος, restored by Burges in E.Tr.271 (lyr.) from Hsch. (χαλκεομίστωρ· ἰσχυροφόρος, i.e. χαλκεομήστορος· ἰσχυρόφρονος).

French (Bailly abrégé)

οροσ (ὁ) :
à la volonté d'airain.
Étymologie: χαλκός, μήδομαι.

Russian (Dvoretsky)

χαλκεομήστωρ: ορος adj. с несокрушимой волей, непреклонный (Eur. - v.l. к χαλκεομίτωρ).

Greek (Liddell-Scott)

χαλκεομήστωρ: ὁ, πεπειραμένος εἰς τὰ ὅπλα, χαλκεομήστορος Ἕκτορος, κατὰ διόρθωσιν τοῦ Burges ἐν Εὐρ. Τρῳ. 271, ἐκ τοῦ Ἡσυχ. (παρ’ ᾧ φέρεται «χαλκεομήστορος· ἰσχυρόφρονος»)· τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι χακλεομίτορος· ― πρβλ. δοριμήστωρ ἐντεσιμήστωρ.

Greek Monolingual

-ορός, ὁ, Α
1. ο έμπειρος στα χάλκινα όπλα
2. (κατά τον Ησύχ.) «χαλκεομήστορος
ἰσχυρόφρονος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο- (βλ. λ. χαλκο-) + -μήστωρ (< μήστωρ < μήδομαι «σκέπτομαι, συλλογίζομαι»), πρβλ. δορι-μήστωρ, θεο-μήστωρ.

Greek Monotonic

χαλκεομήστωρ: -ορος, ὁ, αυτός που έχει πείρα στα όπλα, σε Ευρ.

Middle Liddell

skilled in arms, Eur.