Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐξώκοιτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksokoitos
|Transliteration C=eksokoitos
|Beta Code=e)cw/koitos
|Beta Code=e)cw/koitos
|Definition=ον, [[sleeping out]], Hsch.:—as [[substantive]], [[ἐξώκοιτος]], ὁ, [[exocoetus]], a [[fish]] which [[come]]s upon the [[beach]] to [[sleep]], = [[ἄδωνις]], <span class="bibl">Clearch.73</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Fr.</span> 171.1</span>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>9.36</span>, <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>1.158</span>.
|Definition=ἐξώκοιτον, [[sleeping out]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]:—as [[substantive]], [[ἐξώκοιτος]], ὁ, [[exocoetus]], a [[fish]] which [[come]]s upon the [[beach]] to [[sleep]], = [[ἄδωνις]], Clearch.73, [[Theophrastus]] ''Fragmenta'' 171.1, Ael.''NA''9.36, Opp.''H.''1.158.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξώκοιτος Medium diacritics: ἐξώκοιτος Low diacritics: εξώκοιτος Capitals: ΕΞΩΚΟΙΤΟΣ
Transliteration A: exṓkoitos Transliteration B: exōkoitos Transliteration C: eksokoitos Beta Code: e)cw/koitos

English (LSJ)

ἐξώκοιτον, sleeping out, Hsch.:—as substantive, ἐξώκοιτος, ὁ, exocoetus, a fish which comes upon the beach to sleep, = ἄδωνις, Clearch.73, Theophrastus Fragmenta 171.1, Ael.NA9.36, Opp.H.1.158.

German (Pape)

[Seite 890] draußen schlafend, liegend, Hesych. – ὁ ἐξ., ein Seefisch, der, um zu schlafen, ans Land geht, Ael. H. A. 9, 36; = ἄδωνις, Clearch. Ath. VIII, 332 e; Opp. H. 1, 158.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
poisson de mer qui vient dormir à terre.
Étymologie: ἔξω, κοίτη.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξώκοιτος: «ὁ ἔξω κοιταζόμενος» Ἡσύχ.· - ὡς οὐσιαστ. ἐξώκοιτος, ὁ, εἶδος ἰχθύος, περὶ οὗ λέγεται ὅτι ἐξέρχεται καὶ ἀναπαύεται εἰς τὴν ξηράν, θαυμαστότατον δέ, εἴπερ ἀληθές, τὸ τοῦ ἐξωκοίτου καλουμένου· τοῦτον γάρ φασιν ὁσημέραι ποιεῖσθαι τὴν κοίτην ἐν τῇ γῇ Θεόφρ. π. Ἰχθύων (Ἀποσπ. 171. 1.), Αἰλ. π. Ζ. 9. 36, Ὀππ. Ἁλ. 1. 158. ὁ ἰχθὺς οὗτος ὀνομάζεται καὶ ἄδωνις. - Ἴδε γραμματικὰ Κόντου ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 309.

Greek Monolingual

ο (AM ἐξώκοιτος)
ονομασία ψαριών που κάνουν άλματα έξω από τη θάλασσα (όπως το χελιδονόψαρο και το καπόνι)
μσν.- νεοελλ.
(για μοναχό) αυτός που διανυκτερεύει έξω από τη μονή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έξω + κοίτ-η (< κείμαι) με ετεροιωμένη βαθμίδα ρίζας].