ἐρίτιμος: Difference between revisions
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eritimos | |Transliteration C=eritimos | ||
|Beta Code=e)ri/timos | |Beta Code=e)ri/timos | ||
|Definition= | |Definition=ἐρίτιμον,<br><span class="bld">A</span> [[highly-prized]], [[precious]], of gold, Il.9.126; of the Aegis, 2.447; τρίποδες ''h.Ap.''443, [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''1016; of persons, Man.3.324; [[Μοῖραι]] dub. cj. in ''Epigr.Gr.'' 248.9; in later Prose, φιλοσοφία Them.''Or.''2.54d; iron., δουλείη ''IG'' 14.1363.<br><span class="bld">II</span> as [[substantive]], a fish, prob. a kind of [[sardine]], Dorio and Epaenet. ap. Ath.7.328f, Diph.Siph.ib.355f, ''PLips.''92.3 [''Arch.Pap.''4.482] (ii/iii A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:25, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐρίτιμον,
A highly-prized, precious, of gold, Il.9.126; of the Aegis, 2.447; τρίποδες h.Ap.443, Ar.Eq.1016; of persons, Man.3.324; Μοῖραι dub. cj. in Epigr.Gr. 248.9; in later Prose, φιλοσοφία Them.Or.2.54d; iron., δουλείη IG 14.1363.
II as substantive, a fish, prob. a kind of sardine, Dorio and Epaenet. ap. Ath.7.328f, Diph.Siph.ib.355f, PLips.92.3 [Arch.Pap.4.482] (ii/iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1031] ἡ, ein Fisch, bei Ath. VII, 328 f. sehr geschätzt, köstlich, χρυσός Il. 9, 126, αἰγίς 2, 447; τρίποδες Ar. Equ. 1016; sp. D.; von Personen nie gebraucht.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d'un très haut prix, très précieux.
Étymologie: ἐρι-, τιμή.
Russian (Dvoretsky)
ἐρίτῑμος: высоко ценящийся, драгоценный (χρυσός, αἰγίς Hom.; τρίποδες HH, Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐρίτῑμος: -ον, πολύτιμος, ἐπὶ χρυσοῦ, οὐ δέ κεν ἀκτήμων ἐριτίμοιο χρυσοῖο Ἰλ. Ι. 126· ἐπὶ τῆς αἰγίδος, αἰγίδ’ ἔχουσ’ ἐρίτιμον ἀγήρων ἀθανάτων τε Β. 447· τριπόδων ἐριτίμων Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 443, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1016· - ἐπὶ προσώπων, Μανέθων 3. 324, Θεμίστ. 54D· Μοῖραι Συλλ. Ἐπιγρ. 3982. 13. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἰχθύς τις, πιθ. εἶδος τι σάρδης, σαρδέλλας, χαλκίδας ἅς καλοῦσι καὶ σαρδίνους, ἐριτίμους Ἀθην. 328F, 355F. ἴδε σημείωσ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. καὶ Γαλην. σ. 167, κἑξ. - Ἐπιρρ., ἐριτίμως, Ν. Χων. σ. 299. 8 (ἔκδ. Β.), Μ. Φιλῆς τ. Α΄, Σ. 15 (ἔκδ. Mil.).
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐρίτιμος, -ον)
1. (για πράγματα)
αυτός που έχει μεγάλη αξία, ο πολύτιμος
2. (για πρόσωπα) εντιμότατος, αξιότιμος
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐρίτιμος
είδος ψαριού.
επίρρ...
ἐριτίμως (Μ)
πολύτιμα, με μεγάλη αξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -τιμος < τιμή
πρβλ. αξιότιμος, επίτιμος].
Greek Monotonic
ἐρίτῑμος: -ον (τιμή), βαρύτιμος, πολύτιμος, ακριβός, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.
Middle Liddell
ἐρί-τῑμος, ον τιμή
highly-prized, precious, Il., Ar.
Mantoulidis Etymological
(=μεγάλης ἀξίας, πολύτιμος). Σύνθετο ἀπό τό προθεματ. μόριο ερι + τιμή.