ὑψίπεδος: Difference between revisions
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[ὑψίπεδος]], -ον, ΝΜΑ<br />(για [[τόπο]]) αυτός που βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[υψίπεδο]]- επίπεδη, σχετικά, ορεινή [[περιοχή]] που βρίσκεται σε μεγάλο [[υψόμετρο]] και κατ' [[επέκταση]] εκτεταμένο [[οροπέδιο]] (α. «το [[υψίπεδο]] του Θιβέτ» β. «τα υψίπεδα του Γκολάν»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψί</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>πεδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέδον]]), | |mltxt=-η, -ο / [[ὑψίπεδος]], -ον, ΝΜΑ<br />(για [[τόπο]]) αυτός που βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[υψίπεδο]]- επίπεδη, σχετικά, ορεινή [[περιοχή]] που βρίσκεται σε μεγάλο [[υψόμετρο]] και κατ' [[επέκταση]] εκτεταμένο [[οροπέδιο]] (α. «το [[υψίπεδο]] του Θιβέτ» β. «τα υψίπεδα του Γκολάν»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψί</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>πεδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέδον]]), [[πρβλ]]. [[πλατύπεδος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:20, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, with high ground, high-placed, Pi.I.1.31.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au sol élevé, situé sur une hauteur.
Étymologie: ὕψι, πέδον.
German (Pape)
mit hohem Boden, hochgelegen, ἕδος Pind. I. 1.31.
Russian (Dvoretsky)
ὑψίπεδος: высоко расположенный (Θεράπνας ἕδος Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίπεδος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὸν ἔδαφος, ὑψηλὰ κείμενος, Πινδ. Ι. 42.
English (Slater)
ὑψῐπεδος high above the plain Τυνδαρίδας δ' ἐν Ἀχαιοῖς ὑψίπεδον Θεράπνας οἰκέων ἕδος (I. 1.31)
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑψίπεδος, -ον, ΝΜΑ
(για τόπο) αυτός που βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το υψίπεδο- επίπεδη, σχετικά, ορεινή περιοχή που βρίσκεται σε μεγάλο υψόμετρο και κατ' επέκταση εκτεταμένο οροπέδιο (α. «το υψίπεδο του Θιβέτ» β. «τα υψίπεδα του Γκολάν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + -πεδος (< πέδον), πρβλ. πλατύπεδος].
Greek Monotonic
ὑψίπεδος: -ον, αυτός που έχει υψηλό έδαφος, αυτός που βρίσκεται ψηλά, σε Πίνδ.
Middle Liddell
ὑψί-πεδος, ον,
with high ground, high-placed, Pind.