ῥαπίς: Difference between revisions

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ῥαπίς]], -[[ίδος]], ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> φοινικοειδές [[φυτό]] της Άπω Ανατολής<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> νηματοειδές [[τμήμα]] του [[πυρήνα]] τών κυττάρων<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ράβδος]], [[ραβδί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] υποδήματος, [[κρηπίς]]<br /><b>2.</b> δωρ. τ. του [[ῥαφίς]]<br /><b>3.</b> [[γογγυλίς]], [[είδος]] λάχανου, δανκί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. [[ῥαπίς]] συνδέεται με το ρ. [[ῥαπίζω]] (<b>βλ. λ.</b> [[ραπίζω]]) και, [[κατά]] μία [[άποψη]], έχει προέλθει, κατ' [[απόσπαση]], από σύνθ. τύπους με β' συνθετικό -<i>ρραπις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>εύ</i>-<i>ρραπις</i>, <i>χρυσό</i>-<i>ρραπις</i>) και διατήρησε την κατάλ. -<i>ις</i> που απαντά [[κυρίως]] σε σύνθ. λ. (<b>πρβλ.</b> <i>άν</i>-<i>αλκ</i>-<i>ις</i>, <i>ίππ</i>-<i>ουρ</i>-<i>ις</i>). Έχει προταθεί, [[επίσης]], η [[σύνδεση]] της λ. [[ῥαπίς]] με τη λ. [[ῥάβδος]] (<b>βλ. λ.</b> [[ράβδος]]). Ωστόσο, προβλήματα γεννά η σημ. της λ., [[αφού]] μόνο στον <b>Ησύχ.</b> και στον <b>Φώτ.</b> η λ. [[ῥαπίς]] έχει σημ. «[[ράβδος]]», ενώ παραδίδονται και άλλες σημ. οι οποίες θα μας οδηγούσαν στη [[σύνδεση]] με άλλους τύπους όπως [[ῥαφίς]] ή [[ῥάπυς]] / [[ῥάφανος]] (<b>βλ.</b> και λ. [[ραπίζω]])].
|mltxt=η / [[ῥαπίς]], -[[ίδος]], ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> φοινικοειδές [[φυτό]] της Άπω Ανατολής<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> νηματοειδές [[τμήμα]] του [[πυρήνα]] τών κυττάρων<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ράβδος]], [[ραβδί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] υποδήματος, [[κρηπίς]]<br /><b>2.</b> δωρ. τ. του [[ῥαφίς]]<br /><b>3.</b> [[γογγυλίς]], [[είδος]] λάχανου, δανκί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. [[ῥαπίς]] συνδέεται με το ρ. [[ῥαπίζω]] (<b>βλ. λ.</b> [[ραπίζω]]) και, [[κατά]] μία [[άποψη]], έχει προέλθει, κατ' [[απόσπαση]], από σύνθ. τύπους με β' συνθετικό -<i>ρραπις</i> ([[πρβλ]]. [[εύρραπις]], [[χρυσόρραπις]]) και διατήρησε την κατάλ. -<i>ις</i> που απαντά [[κυρίως]] σε σύνθ. λ. (<b>πρβλ.</b> <i>άν</i>-<i>αλκ</i>-<i>ις</i>, <i>ίππ</i>-<i>ουρ</i>-<i>ις</i>). Έχει προταθεί, [[επίσης]], η [[σύνδεση]] της λ. [[ῥαπίς]] με τη λ. [[ῥάβδος]] (<b>βλ. λ.</b> [[ράβδος]]). Ωστόσο, προβλήματα γεννά η σημ. της λ., [[αφού]] μόνο στον <b>Ησύχ.</b> και στον <b>Φώτ.</b> η λ. [[ῥαπίς]] έχει σημ. «[[ράβδος]]», ενώ παραδίδονται και άλλες σημ. οι οποίες θα μας οδηγούσαν στη [[σύνδεση]] με άλλους τύπους όπως [[ῥαφίς]] ή [[ῥάπυς]] / [[ῥάφανος]] (<b>βλ.</b> και λ. [[ραπίζω]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 10:42, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥᾰπίς Medium diacritics: ῥαπίς Low diacritics: ραπίς Capitals: ΡΑΠΙΣ
Transliteration A: rhapís Transliteration B: rhapis Transliteration C: rapis Beta Code: r(api/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, A rod, Hsch., Phot. II a kind of shoe,= κρηπίς, Hsch., EM702.33. III = γογγυλίς, Hsch.; cf. ῥάπυς, ῥάφυς.

German (Pape)

[Seite 834] ίδος, ἡ, die Ruthe, = ῥάβδος, wie das compos. χρυσόῤῥαπις zeigt. – Bei Epicham. = βελόνη, B. A. 113, 14. – Nach Hesych. ῥαπίδες = ὑπ οδήματα, περόναι; – dor. auch = ῥαφίς.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
baguette, verge.
Étymologie: DELG cf. ῥόπαλον, ῥάπτω ?

Russian (Dvoretsky)

ῥᾰπίς: ίδος ἡ розга, прут (ср. ῥαπίζω).

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾰπίς: -ίδος, ἡ, ῥάβδος, ῥαβδίον, Εὐστ. 1658. 58· πρβλ. χρυσόρραπις. ΙΙ. εἶδος ὑποδήματος ἢ πεδίλου, = κρηπίς, Ἡσύχ., Ἐτυμολ. Μέγ. 702. 33.

Greek Monolingual

η / ῥαπίς, -ίδος, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. βοτ. φοινικοειδές φυτό της Άπω Ανατολής
2. ανατ. νηματοειδές τμήμα του πυρήνα τών κυττάρων
μσν.-αρχ.
ράβδος, ραβδί
αρχ.
1. είδος υποδήματος, κρηπίς
2. δωρ. τ. του ῥαφίς
3. γογγυλίς, είδος λάχανου, δανκί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ῥαπίς συνδέεται με το ρ. ῥαπίζω (βλ. λ. ραπίζω) και, κατά μία άποψη, έχει προέλθει, κατ' απόσπαση, από σύνθ. τύπους με β' συνθετικό -ρραπις (πρβλ. εύρραπις, χρυσόρραπις) και διατήρησε την κατάλ. -ις που απαντά κυρίως σε σύνθ. λ. (πρβλ. άν-αλκ-ις, ίππ-ουρ-ις). Έχει προταθεί, επίσης, η σύνδεση της λ. ῥαπίς με τη λ. ῥάβδος (βλ. λ. ράβδος). Ωστόσο, προβλήματα γεννά η σημ. της λ., αφού μόνο στον Ησύχ. και στον Φώτ. η λ. ῥαπίς έχει σημ. «ράβδος», ενώ παραδίδονται και άλλες σημ. οι οποίες θα μας οδηγούσαν στη σύνδεση με άλλους τύπους όπως ῥαφίς ή ῥάπυς / ῥάφανος (βλ. και λ. ραπίζω)].

Greek Monotonic

ῥᾰπίς: -ίδος, ἡ, = ῥάβδος.

Frisk Etymological English

Meaning: a kind of shoe
See also: s. ἄρπις

Middle Liddell

ῥᾰπίς, ίδος, ἡ, = ῥάβδος.]