ὑποκλίνω: Difference between revisions Search Google

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[υποκλίνομαι]].
|mltxt=[[ὑποκλίνομαι]] ΝΜΑ, και ενεργ. [[ὑποκλίνω]] ΜΑ<br /><b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> [[κλίνω]] το [[κεφάλι]] και τον κορμό [[προς]] τα [[εμπρός]] για να χαιρετήσω κάποιον και να του εκφράσω τον σεβασμό μου, [[κάνω]] [[υπόκλιση]]<br /><b>2.</b> [[δηλώνω]] [[υποταγή]], υποτάσσομαι<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αναγνωρίζω]] την [[αξία]] κάποιου, [[θαυμάζω]] κάποιον («[[υποκλίνομαι]] [[μπροστά]] στο [[ταλέντο]] σας»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>ενεργ.</b> [[κλίνω]], [[γέρνω]] [[ελαφρά]] [[προς]] τα [[εμπρός]] («καὶ τὴν κεφαλὴν ὑπέκλινεν ὡς ἐν σχήματι προσκυνήσεως», Μηναί.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ενεργ.</b> [[υποτάσσω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> α) [[παραμερίζω]]<br />β) [[παρεκκλίνω]]<br />γ) (για αστέρα) δύω<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> (με δοτ.) [[πλαγιάζω]] [[κάτω]] από κάποιον.
}}
}}

Revision as of 14:13, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκλίνω Medium diacritics: ὑποκλίνω Low diacritics: υποκλίνω Capitals: ΥΠΟΚΛΙΝΩ
Transliteration A: hypoklínō Transliteration B: hypoklinō Transliteration C: ypoklino Beta Code: u(pokli/nw

English (LSJ)

[ῑ],
A bend under or bend in subjection to, γόνυ τινί Nonn.D.15.124: but usually in Pass., recline or lie down under, c. dat., σχοίνῳ ὑπεκλίνθη Od.5.463, cf. AP9.71 (Antiphil.), etc.; Βάκχῳ νύμφη ὑποκλινθεῖσα = ὑποδμηθεῖσα, Orph.A.195; μαζὸς ὑπεκλίνθη = has grown flaccid, AP5.272 (Agath.); ὑποκεκλιμένων τῶν σκελῶν with the legs bent, Aët. 16.111.
2 give way to, ὅταν τὸ ἐπιθυμητικὸν ὑποκλίνηται τῷ θυμικῷ Herm. in Phdr.p.157 A.: so intr. in Act., εἰ . . ὑποκλίνοιτε φάλαγγι Orph.A.848.
3 turn aside, Phlp. in Mete.85.39.

German (Pape)

[Seite 1220] niederbeugen, unterwerfen. – Pass. darunter liegen, σχοίνῳ ὑπεκλίνθη Od. 5, 463, u. sp. D., ὑποκλινθεὶς δένδροις Antiphil. 12 (IX, 71), μαζὸς ὑπεκλίνθη Agath. 13 (V, 273); – übertr. sich unterwerfen, nachgeben, ὑποκλινθῆτε φάλαγγι Orph. Arg. 851, u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

coucher sous;
Pass. ὑποκλίνομαι;
1 se coucher sous, s'étendre sous, τινι;
2 fig. se courber sous, céder à, τινι;
3 incliner ou pendre en bas ; en parl. d'astres être à son déclin.
Étymologie: ὑπό, κλίνω.

English (Autenrieth)

only pass. aor., ὑπεκλίνθη, he lay down, Od. 5.463†.

Greek Monolingual

ὑποκλίνομαι ΝΜΑ, και ενεργ. ὑποκλίνω ΜΑ
μέσ.
1. κλίνω το κεφάλι και τον κορμό προς τα εμπρός για να χαιρετήσω κάποιον και να του εκφράσω τον σεβασμό μου, κάνω υπόκλιση
2. δηλώνω υποταγή, υποτάσσομαι
νεοελλ.
μτφ. αναγνωρίζω την αξία κάποιου, θαυμάζω κάποιον («υποκλίνομαι μπροστά στο ταλέντο σας»)
μσν.-αρχ.
ενεργ. κλίνω, γέρνω ελαφρά προς τα εμπρός («καὶ τὴν κεφαλὴν ὑπέκλινεν ὡς ἐν σχήματι προσκυνήσεως», Μηναί.)
αρχ.
1. ενεργ. υποτάσσω
2. μέσ. α) παραμερίζω
β) παρεκκλίνω
γ) (για αστέρα) δύω
3. παθ. (με δοτ.) πλαγιάζω κάτω από κάποιον.