μουσουργός: Difference between revisions

From LSJ

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η (Α [[μουσουργός]], ιων. τ. [[μουσοεργός]])<br />αυτός που ασχολείται με τη [[μουσική]] [[τέχνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συνθέτης]] μουσικών έργων, [[μουσικοσυνθέτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αοιδός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοῦσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>στιχ</i>-<i>ουργός</i>].
|mltxt=ο, η (Α [[μουσουργός]], ιων. τ. [[μουσοεργός]])<br />αυτός που ασχολείται με τη [[μουσική]] [[τέχνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συνθέτης]] μουσικών έργων, [[μουσικοσυνθέτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αοιδός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοῦσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. [[στιχουργός]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 10:30, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουσουργός Medium diacritics: μουσουργός Low diacritics: μουσουργός Capitals: ΜΟΥΣΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: mousourgós Transliteration B: mousourgos Transliteration C: mousourgos Beta Code: mousourgo/s

English (LSJ)

όν, Ion. μουσοεργός Hp.Nat.Puer.13, cultivating music: Subst., singing girl, Hp. l.c., X.Cyr.4.6.11, Theopomp.Hist.111 (a), Com.Adesp.15.18 D.; ὀρχηστρίδες καὶ μ. Luc.Am.10, cf. Hippoloch. ap. Ath.4.129a: also masc., musician, J.AJ15.2.5, Corp.Herm.18.1, S.E.P.1.54.

German (Pape)

[Seite 211] ὁ, der sich mit den Musenkünsten beschäftigt, spielt, singt od. dichtet, gew. ἡ, Tonkünstlerinn, Xen. Cyr. 4, 6, 11. 5, 1, 1; Plut. Timol. 14; bei Ath. IV, 129 a zwischen αὐλητρίδες u. σαμβυκίστριαι genannt; ὀρχηστρίδων καὶ μουσουργῶν χορός, Luc. am. 10; Ael. V. H. 7, 2. Auch S. Emp. pyrrh. 1, 54, von einem Flötenbläser.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui cultive la musique ; ὁ, ἡ μουσουργός chanteur, chanteuse.
Étymologie: μοῦσα, ἔργον.

Russian (Dvoretsky)

μουσουργός: ион. μουσοεργός ὁ, чащемузыкант (музыкантша), певец (певица) (ὀρχηστρίδων καὶ μουσουργῶν χορός Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

μουσουργός: -όν, συνῃρ. ἀντὶ τοῦ μουσοεργὸς (ὅπερ ἀπαντᾷ ἐν Ἱπποκρ. 236. 29), ὁ ἀσχολούμενος εἰς τὴν μουσικήν: ὡς οὐσιαστ., κοράσιον ᾆδον, ψάλτρια, Ξεν. Κύρ. 4. 6, 11, Θεοπόμπ. Ἱστ. 126· ὀρχηστρίδες καὶ μ. Λουκ. Ἔρωτ. 10, πρβλ. Ἱππόλοχ. ἐν Ἀθην. 129Α.

Greek Monolingual

ο, η (Α μουσουργός, ιων. τ. μουσοεργός)
αυτός που ασχολείται με τη μουσική τέχνη
νεοελλ.
συνθέτης μουσικών έργων, μουσικοσυνθέτης
αρχ.
αοιδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. στιχουργός].

Greek Monotonic

μουσουργός: -όν (*ἔργω), αυτός που καλλιεργεί τη μουσική τέχνη· ως ουσ., νεαρή τραγουδίστρια, σε Ξεν.

Middle Liddell

μουσ-ουργός, όν [*ἔργω
cultivating music: as substantive a singing girl, Xen.

Mantoulidis Etymological

ἀντί μουσοεργός. Ἀπό τό Μοῦσα + ἔργον. Δές για ἄλλα παράγωγα στή λέξη Μοῦσα καί στό ρῆμα ἐργάζομαι.