σπορεύω: Difference between revisions

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
(a)
 
(38)
 
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0924.png Seite 924]] = [[σπείρω]], säen, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0924.png Seite 924]] = [[σπείρω]], säen, Sp.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[σπείρω]] αγρό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για μτγν. σχηματισμό <span style="color: red;"><</span> [[σπόρος]] (<b>πρβλ.</b> [[σπορευτός]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:31, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 924] = σπείρω, säen, Sp.

Greek Monolingual

Α
σπείρω αγρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μτγν. σχηματισμό < σπόρος (πρβλ. σπορευτός)].