περιζώστρα: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perizostra
|Transliteration C=perizostra
|Beta Code=perizw/stra
|Beta Code=perizw/stra
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[apron]], <span class="bibl">Anaxandr. 69</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[ribbon twined round]] a garland, dub. in <span class="bibl">Theoc.2.122</span>.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[apron]], Anaxandr. 69.<br><span class="bld">II</span> [[ribbon twined round]] a garland, dub. in Theoc.2.122.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=περιζώστρα -ας, ἡ [περιζώννυμι] [[lint]].
|elnltext=περιζώστρα -ας, ἡ [περιζώννυμι] [[lint]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 11:08, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιζώστρα Medium diacritics: περιζώστρα Low diacritics: περιζώστρα Capitals: ΠΕΡΙΖΩΣΤΡΑ
Transliteration A: perizṓstra Transliteration B: perizōstra Transliteration C: perizostra Beta Code: perizw/stra

English (LSJ)

ἡ,
A apron, Anaxandr. 69.
II ribbon twined round a garland, dub. in Theoc.2.122.

German (Pape)

[Seite 576] ἡ, Gurt, Gürtel, Schurz, Theocr. 2, 121; Poll. 2, 166. 7, 65.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 tablier;
2 bandelette.
Étymologie: περί, ζώννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιζώστρα -ας, ἡ [περιζώννυμι] lint.

Russian (Dvoretsky)

περιζώστρα:повязка Theocr.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. ζώνη γύρω από κάτι
2. νεοελλ. σχοινί γύρω από τη βάρκα για να κρεμιένται παραβλήματα που τήν προφυλάσσουν από προσκρούσεις στην προβλήτα ή με άλλα πλοία
μσν.-αρχ.
ζώνη γύρω από κάτι
αρχ.
ταινία από ύφασμα δεμένη γύρω από στεφάνι με λουλούδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιζώννυμι + επίθημα -τρα (πρβλ. κρεμάστρα)].

Greek Monotonic

περιζώστρα: ἡ,
I. ποδιά,
II. κορδέλα, ταινία πλεγμένη γύρω από στεφάνι, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

περιζώστρα: ἡ, περίζωμα, Ἀναξανδρ. ἐν Ἀδήλ. 16. ΙΙ. ταινία περιδεδεμένη περὶ στέφανον, Θεόκρ. 2. 122.

Middle Liddell

περι-ζώστρα, ἡ,
I. an apron.
II. a ribbon twined round a garland, Theocr.